ΕΤΥΜΟΛ. <αρχ. χινάρα. Το έρρινο προήλθε οπό παρετυμολογική σύνδεση με τα αγκίστρι, αγχνλη Χ,λπ.
- (Φαρμ.). Η αγκινάρα χρησιμοποιείται σαν εκχύλισμα σε καταπότια (χάπια) ή σταγόνες, για να διευκολύνει την έκκριση τής χολής (χολερετικό). Έχει δοθεί ως ενέσιμο διάλυμα και προκαλεί την τροποποίηση τού μεταβολισμού τής χοληστερόλης. Δρα και ως διουρητικό
Η αγκινάρα έχει σχήμα θάμνου, με πολλές παραφυάδες και ύψος μέχρι 1,5 μέτρο. Από τη βάση του αναπτύσσονται τα φύλλα, που είναι πτεροσχι-δή, με γκριζόλευκο χρωματισμό στην κάτω επιφάνειά τους και με μήκος μέχρι 1,20 μέτρα.
Στο κέντρο τού φυτού εμφανίζεται ο ανθοφόρος βλαστός, που στην άκρη του, όπως και στα άκρα τών διακλαδώσεων του. σχηματίζονται οι ανθοταξίες. Κάθε ανθοταξία αποτελείται από το σαρκώδες τμήμα, που είναι και το φαγώσιμο μέρος, από πολυάριθμα ανθάκια που βρίσκονται πάνω στο σαρκώδες τμήμα και από τα βράκτια φύλλα που καλύπτουν την ανθοταξία. Κατά την άνθιση τα βράκτια φύλλα ανοίγουν, και εμφανίζονται τα μικρά μπλε άνθη, που μετά τη γονιμοποίηση δίνουν τους μικρούς καρπούς, τα αχαίνια.
Οι ανθοταξίες. που συλλέγονται πριν από την άνθισή τους, αποτελούν ένα πολύ νόστιμο και εξαιρετικό από θρεπτικής και διαιτητικής απόψεως λαχανικό. Γενικά, το φαγώσιμο μέρος περιέχει 84% νερό, 3% πρωτεΐνες, 0,5% λίπη και 11% υδατάνθρακες. Ακόμα είναι πλούσιο σε ασβέστιο και βιταμίνες Α. Βι. Β2, νια-σίνη και C.
Η αγκινάρα είναι φυτό ιθαγενές τής κεντρικής Μεσογείου. Ήταν γνωστή και στους αρχαίους Έλληνες, από τους οποίους μαθαίνουμε ότι αρχικά δεν υπήρχε στον χώρο τής Ελλάδας, αλλά μεταφέρθηκε πιθανότατα από τη Β. Αφρική (Αλγερία).
Κύριες περιοχές καλλιέργειας στην Ελλάδα είναι: η Αργολίδα, η Κρήτη, η Μεσσηνία, η Λακωνία, η Κέρκυρα. η Κορινθία και η Ηλεία. Οι γενικές τάσεις για την παραγωγή τής αγκινάρας είναι αυξητικές, γιατί πιστεύεται ότι στο μέλλον η ελληνική αγορά θα απορροφήσει μεγαλύτερες ποσότητες. Ακόμα γιατί είναι δυνατή η το-ποθέτησή της, νωπής ή κονσερβοποιημένης, στις ευρωπαϊκές αγορές και ιδιαίτερα σε χώρες όπου έχουν μεταναστεύσει πληθυσμοί από μεσογειακές χώρες.
Είναι φυτό που αναπτύσσεται πολύ καλά στα εύκρατα κλίματα, θερμοκρασίες κάτω από -1*0 ζημιώνουν ή και καταστρέφουν τις ανθοταξίες. ενώ κάτω από -5*0 καταστρέφουν και το φύλλωμα. Στο κλίμα τής χώρας μας τα φυτά βλαστάνουν και αναπτύσσουν τις ανθοταξίες τους από το φθινόπωρο ώς την άνοιξη, ενώ το καλοκαίρι με τις υψηλές θερμοκρασίες το υπέργειο μέρος ξεραίνεται. Το ρίζωμα διατηρείται στη ζωή και με τους οφθαλμούς του βλασταίνει πάλι το φθινόπωρο.
Έδαφος. Η αγκινάρα μπορεί να αναπτυχθεί σε όλα τα εδάφη, εκτός από αιπά που συγκρατούν πολλή υγρασία. Καλύτερα αποτελέσματα όμως πετυχαίνονται όταν καλλιεργείται σε ελαφρά εδάφη, πλούσια σε οργανική ουσία. και ιδιαίτερα σε ποτιστικά.
Ποικιλίες. Οι διάφορες ποικιλίες αγκινάρας διακρίνονται κυρίως από το σχήμα και το μέγεθος τών ανθοταξιών. από την ύπαρξη ή μη ακανθών στα βράκτια φύλλα, καθώς και από την πρωιμότητα τής παραγωγής. Οι πιο ενδιαφέρουσες ποικιλίες στη χώρα μας είναι η «αργίτικη» και η «ιώδης τής Αττικής». Δοκιμάζονται ακόμα και αρκετές ιταλικές καθώς και γαλλικές ποικιλίες, από τις οποίες πιο ενδιαφέρουσα θεωρείται η Camus de Bretagne.
Πολλαπλασιασμός. Για τη δημιουργία μιας νέας φυτείας αγκινάρας συνήθως δεν παίρνονται φυτά που προέρχονται από τους σπόρους, γιατί τις περισσότερες φορές δεν έχουν τα επιθυμητά χαρακτηριστικά. Συνήθως για φύτεμα χρησιμοποιούνται οι παραφυάδες. που αναπτύσσονται γύρω από τα υγιή φυτά μιας παλαιότερης φυτείας. Οι παραφυάδες αποσπώνται μαζί με ένα μέρος τής ρίζας. Αυτό γίνεται από τον Σεπτέμβριο ή Οκτώβριο στις θερμότερες περιοχές ή μέχρι και την άνοιξη στις ψυχρότερες. Ακόμα, κατά τη διάρκεια τού καλοκαιριού, μπορούν να χρησιμοποιηθούν και οι αποξηραμένες παραφυάδες, οι οποίες, αφού αποσπαστούν από τα μητρικά φυτά, τοποθετούνται μερικές ημέρες σε βρεγμένη άμμο και φυτεύονται από τα μέσα Αυγούστου.
Η τεχνική τής καλλιέργειας
Προετοιμασία εδάφους. Η αγκινάρα παραμένει συνήθως στο έδαφος που θα φυτευτεί για 3-5 χρόνια και γΓ αυτό θα πρέπει το χωράφι να είναι καλά προετοιμασμένο. Γενικά, γίνεται ένα βαθύ όργωμα, σε 40 ώς 50 εκατοστά, και κατά τη διάρκειά του ενσωματώνονται στο έδαφος η κοπριά και το λίπασμα. Μετά. το χωράφι ισοπεδώνεται και ψιλοχωματίζεται για να είναι έτοιμο να δεχτεί τα φυτά.
Φύτεμα. Οι παραφυάδες που χρησιμοποιούνται για φύτεμα έχουν συνήθως 3-5 φύλλα, τα οποία κόβονται με ψαλίδι στο μέσο τού μήκους τους. Μετά φυτεύονται όσο το δυνατόν γρηγορότερα στο χωράφι και, αφού συμπιεστεί καλά το έδαφος γύρω τους, γίνεται πότισμα. Οι συνηθισμένες αποστάσεις φυτεύσεως κυμαίνονται από 0,80x0,80 μέχρι 1,20x1,20 μέτρα.
Καλλιεργητικές φροντίδες. Μετά το φύτεμα, το χωράφι διατηρείται καθαρό από ζιζάνια με σκαλίσματα. Μετά τον δεύτερο χρόνο μπορούν να χρησιμοποιηθούν και κατάλληλα ζιζανιοκτόνα. Σε ψυχρές περιοχές, που υπάρχει κίνδυνος παγετών, τα φυτά ή παραχώνονται στο έδαφος ή σκεπάζονται με φύλλα στις αρχές τού χειμώνα και ξεσκεπάζονται την άνοιξη. Το φθινόπωρο ή την άνοιξη αφαιρούνται οι περισσότερες παραφυάδες που έχουν δημιουργηθεί και αφήνονται μόνο δύο -οι πιο ζωηρές- που θα δώσουν την παραγωγή.
Λιπάνσεις. Οι ποσότητες τών λιπασμάτων που απαιτούνται για μια φυτεία εξαρτώνται από τη σύσταση τού εδάφους. Συνήθως σ' ένα στρέμμα μέσου εδάφους, κατά την προετοιμασία πριν από το φύτεμα, προστίθενται 4-5 τόν-νοι χωνεμένης κοπριάς. 50-60 κιλά υ-περφωσφορικό και 29-30 κιλά θεϊκό κάλιο, που ανακατεύονται καλά στο έδαφος με το βαθύ όργωμα. Κάθε φθινόπωρο προστίθενται στο έδαφος 8-10 κιλά πεντοξείδιο τού φωσφόρου. 15 κιλά οξείδιο τού καλίου και 8 κιλά άζωτο. Κάθε άνοιξη γίνεται μία ακόμα λίπανση με 4 κιλά άζωτο σε νιτρική μορφή.
Ποτίσματα. Η αγκινάρα χρειάζεται συχνά πότισμα κατά τη διάρκεια τής ανα-πτύξεώς της και κυρίως κατά την ανάπτυξη τών ανθοταξιών. Αν αυτή την περίοδο παρουσιαστεί έλλειψη υγρασίας στο φυτό. υποβαθμίζεται η ποιότητα τού προϊόντος. Το πότισμα στο χωράφι γίνεται ή με ροή νερού σε αυλάκια μεταξύ τών φυτών ή με εγκαταστάσεις τεχνητής βροχής. Και στις δύο περιπτώσεις η ποσότητα τού νερού σε κάθε πότισμα θα πρέπει να είναι αρκετή, ώστε το νερό να φτάσει στο βάθος τής μεγάλης μάζας τού ριζικού συστήματος. Η συχνότητα τών ποτισμάτων πρέπει να είναι τέτοια, ώστε ποτέ να μην υπάρχει στο έδαφος υπερβολική υγρασία.
Συγκομιδή. Ανάλογα με την περιοχή, τις καιρικές συνθήκες και την καλλιεργητική τεχνική, οι ανθοταξίες μπορεί να είναι έτοιμες να συλλεγούν από τον Νοέμβριο μέχρι και τον Μάιο. Συλλέγονται οι ανθοταξίες που έχουν πλήρη ανάπτυξη, αλλά πριν ανοίξουν τα βράκτια φύλλα. Κατά τη συλλογή οι ανθοταξίες κόβονται μαζί με ένα τμήμα τού στελέχους, μήκους 10-20 εκατοστών. Ένα φυτό μπορεί να δώσει κάθε χρόνο 5-10 ανθοταξίες κατάλληλες για κατανάλωση.
Η διατήρηση τής αγκινάρας σε φυσικές συνθήκες είναι δυνατή μόνο για λίγες ημέρες και γι' αυτό προωθείται γρήγορα στην αγορά.
Κυριότεροι εχθροί και ασθένειες
Ζωικοί εχθροί: αψίδες, βανέσσα. σαλιγκάρια.
Μύκητες: ωίδιο, περονόσπορος, ραμουλάρια.