H οικονομία της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας ήταν μεικτή, βασιζόμενη στην καλλιέργεια των αγρών, καθώς και στην ενασχόληση με την κτηνοτροφία. Η καλλιέργεια και η συγκομιδή των δημητριακών, αλλά και η συλλογή των καρπών και των φυτών, άγριων και καλλιεργημένων, παράλληλα με την άσκηση της κτηνοτροφίας συνέθεταν την οικονομία της αρχαίας ελληνικής πόλης. Η ιδιοκτησία της γης άλλωστε καθόριζε και την πολιτική διοίκησή της, όπως συνέβαινε για παράδειγμα στην Αθήνα του Σόλωνα, όπου οι Αθηναίοι χωρίζονταν σε τάξεις ανάλογα με το εισόδημά τους που υπολογιζόταν σε μεδίμνους σιτηρών, με βάση δηλαδή τη μονάδα χωρητικότητας των στερεών και ιδίως του σιταριού (πεντακοσιομέδιμνοι, τριακοσιομέδιμνοι, διακοσιομέδιμνοι).
Η αγροτική καλλιέργεια, καθώς και οι μέθοδοι βάσει των οποίων ο γεωργός καλλιεργούσε ανέκαθεν τη γη, καθορίζονταν από διάφορους παράγοντες όπως το έδαφος, το κλίμα, αλλά και το υπάρχον ανθρώπινο δυναμικό. Η σταδιακή αύξηση του πληθυσμού ήταν αυτή που με τον καιρό οδήγησε στην εντατικότερη καλλιέργεια της γης, καθώς και στην εξημέρωση των προϊόντων της. Οι αρχαίοι γεωργοί που καλλιεργούσαν τα μικρά σχετικά χωράφια τους με τη βοήθεια των μελών της οικογένειάς τους, είχαν στη διάθεσή τους συνήθως έναν ή δύο σκλάβους και ελάχιστα σχετικά εργαλεία, με ένα από τα κυριότερα από αυτά να είναι το άροτρο.
Η οργάνωση της αγροτικής εργασίας ήταν άμεσα εξαρτώμενη από το εποχιακό ημερολόγιο. Το έτος χωριζόταν σε τρεις εποχές, στο χειμώνα που διαρκούσε από το Νοέμβριο έως το Φεβρουάριο, την άνοιξη που κρατούσε μέχρι τον Ιούνιο και το καλοκαίρι που διαρκούσε έως τον Οκτώβριο. Τα εργαλεία τα οποία χρησιμοποιούνταν για την αρχαία αγροτική καλλιέργεια παρέμειναν μέσα στα χρόνια βασικά τα ίδια, χωρίς ιδιαίτερα σημαντικές εξελίξεις. Κάποιες από τις διαφοροποιήσεις όμως που σημειώνονται σε σχέση με αυτά, αντικατοπτρίζουν τη συνθετότητα των εργασιών που έπρεπε να υλοποιηθούν, την ανάγκη για πιο γρήγορη εκτέλεση της εργασίας ή και τις διάφορες τοπικές προτιμήσεις.
Οι αρχαίοι Έλληνες τιμούσαν ως προστάτιδα της καλλιέργειας της γης τη θεά Δήμητρα. Θεωρούσαν πως η θεά στεκόταν δίπλα τους από τη στιγμή που άρχιζαν να οργώνουν το χωράφι μέχρι και τη στιγμή που συγκέντρωναν τον καρπό στις αποθήκες. Η Δήμητρα ήταν η θεά των σιτηρών και αυτή που διαχώριζε το σιτάρι από το άχυρο. Η αρχαία ελληνική γραμματεία μας παρέχει σημαντικές πληροφορίες σε σχέση με το όργωμα, τη σπορά, το θερισμό, το αλώνισμα και το λίχνισμα, σε αντίθεση με την αρχαία αγγειογραφία η οποία σπάνια απεικονίζει σχετικές σκηνές αγροτικής ζωής.
Καλλιεργήσιμες εκτάσεις
Aπό τα ομηρικά έπη και στο πλαίσιο του ιδεώδους της αυτάρκειας του οίκου, γίνεται αντιληπτό πως οι άνθρωποι ασκούσαν μεικτή οικονομία με καλλιέργεια αμπελιών, σιτηρών, ελιών και άλλων οπωροφόρων, παράλληλα με την κτηνοτροφία. Όλα τα απαραίτητα προϊόντα έπρεπε να παραχθούν στα πλαίσια του οίκου με τη συμμετοχή των μελών της οικογένειας. Βασικό ρόλο έπαιζε η καλλιέργεια του σιταριού και συμπληρωματική αξία είχε η καλλιέργεια των οπωροφόρων και των λαχανικών.
Γενικά η καλλιέργεια της γης ήταν στην αρχαιότητα μία παράμετρος εξαιρετικά σημαντική, καθώς το 80% των κατοίκων σε μία συνήθη πόλη κράτος ήταν γεωργοί. Στην κλασική περίοδο για παράδειγμα σχεδόν 300.000 άτομα ζούσαν στην περιοχή της Αττικής και της Αθήνας, ενώ με βάση το Θουκυδίδη (2.16) η πλειοψηφία αυτών ζούσε στην ύπαιθρο.
Η καλλιεργημένη γη στην αρχαιότητα ονομαζόταν αγρός σε αντίθεση με το άστυ. Πίονες αγροί ονομάζονταν αυτοί που σχετίζονταν περισσότερο με τη βοσκή των ζώων παρά με τη γεωργία. Τα όρια των αγρών ορίζονταν με τους όρους, ενώ μονάδα μέτρησης ήταν το πλέθρο, ίσο με 100 πόδες. Ο κήπος προορίζονταν για τα οπωροφόρα δέντρα ή τα αμπέλια, η πρασίη ήταν μικρός οριοθετημένος χώρος για την καλλιέργεια των λαχανικών και ο λειμών προορίζονταν για τη βοσκή των ζώων.
Τα εδάφη που καλλιεργούνταν χωρίζονταν στα δύο. Το ένα τμήμα ήταν αυτό που καλλιεργούνταν και το άλλο αυτό που παρέμενε σε αγρανάπαυση. Νειός αποκαλούνταν το χωράφι αυτό το οποίο θα σπέρνονταν πρώτη φορά μετά την αγρανάπαυση. Από τις πηγές γνωρίζουμε ότι το χωράφι στο διάστημα μεταξύ του τελευταίου θερισμού και της επόμενης σποράς το όργωναν τρεις με τέσσερις φορές την άνοιξη και το καλοκαίρι. Η άροση γενικά ήταν μία δύσκολη εργασία που κατά τον Ησίοδο γινόταν από έμπειρο γεωργό περίπου 40 ετών, χωρίς διακοπές, σε ευθείες σειρές. Την όλη διαδικασία βοηθούσε δούλος που ακολουθούσε από πίσω και σκέπαζε τους σπόρους με τη μάκελλα. Τα ζώα τα οποία ζεύονταν στο άροτρο ήταν κατά προτίμηση ταύροι εννέα ετών, αν και στην αγγειογραφία απεικονίζονται και ημιόνοι.
Τα δημητριακά
Aπό την 7η χιλιετία στην Ανατολική Μεσόγειο εμφανίζονται πολιτισμοί οι οποίοι στηρίζουν την οικονομία τους στη γεωργία, με τα δημητριακά να κατέχουν ιδιαίτερα σημαντική θέση στις διατροφικές προτιμήσεις των ανθρώπων, αποτελώντας το θεμέλιο της διατροφικής πυραμίδας. Η λέξη δημητριακά γενικά δήλωνε το καθετί αλεσμένο, αλλά κατά κύριο λόγο τα παράγωγα του σίτου, από την κατάλληλη επεξεργασία του οποίων προέρχονταν τα άλευρα.
Στην περιοχή αυτή της Μεσογείου συνηθέστερα δημητριακά ήταν ο σίτος ως μονόκοκκος, απόγονος αυτοφυούς μορφής - triticummonococcum - ως δίκοκκος και σκληρός - triticumdicoccum και triticumdurum - και τέλος ως σπελτοειδής και κοινός - triticum spelta και triticumaestivum L. - καθώς και η δίστοιχη ή εξάστιχη κριθή Τα είδη αυτά ενδείκνυνται για ξηρά εδάφη και δεν απαιτούν βαθύ σκάψιμο, γεγονός που είχε άμεση σχέση και με το αρχαίο ελληνικό άροτρο που ουσιαστικά σβάρνιζε το έδαφος του αγρού.
Στην αρχαία Ελλάδα το κριθάρι το οποίο για μεγάλο διάστημα χρησιμοποιούνταν ως τροφή για ζώα και ανθρώπους, χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή της λεγόμενης μάζας, δηλαδή για την παρασκευή ενός είδους γλυκίσματος σε μορφή αρτοσκευάσματος. Γενικά το κριθάρι δεν ήταν τόσο κατάλληλο όσο το σιτάρι για την παρασκευή ψωμιού, καθώς τα έλυτρα που περιέχονταν στον καρπό του δεν μπορούσαν να αφαιρεθούν στο αλώνισμα. Το κριθάρι επίσης υφίστατο ένα είδος ψησίματος πριν το ξεφλούδισμά του, γεγονός που κατέστρεφε σημαντικά τη γλουτένη του καρπού του, καθιστώντας το ακατάλληλο για ψωμί με προζύμι. Έτσι το κριθαρένιο ψωμί θεωρούνταν, κατώτερης ποιότητας ψωμί και κατά συνέπεια ήταν το "ψωμί για τους σκλάβους" όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Αθήναιος (7, 304 b).
Η καλλιέργεια των δέντρων
Tα δέντρα κατά καιρούς ανανεώνονταν και φυτεύονταν νέα. Ο Θεόφραστος αναφέρει ότι εάν το μόσχευμα δεν είχε ρίζες ή το κάτω τμήμα του κορμού, το ξύλο θα έπρεπε να σχίζεται και να φυτεύεται βάζοντας πάνω του μία πέτρα. Τα δέντρα τα οποία φυτεύονταν με κομμάτια από το στέλεχος, έπρεπε να έχουν μήκος τουλάχιστον μία σπιθαμή, να διατηρούν το φλοιό τους και να φυτεύονται με το κομμένο μέρος προς τα κάτω. Από τα κομμάτια αυτά αναπτύσσονταν βλαστοί που χρειάζονταν, καθώς μεγάλωναν, νέο χώμα μέχρι την πλήρη ανάπτυξή τους. Ο Ξενοφών συστήνει το σκάψιμο βαθιών λάκκων για την ελιά και το δέσιμο των βλασταριών σε υποστηρίγματα.
Για να γίνει ένα άγριο δέντρο ήμερο, χρησιμοποιούνταν δύο είδη μπολιάσματος, το ενοφθαλμίζειν; και το φυτεύειν. Η πρακτική του φυτέματος των πυρήνων αποφεύγονταν γιατί αργούσε πολύ να αναπτυχθεί το νέο δέντρο, ενώ ήταν και κατώτερο από το παλιό.
Η κοπριά που χρησιμοποιούνταν ήταν ή ζωικής προέλευσης ή φυτικής, από άχυρα, φύλλα, χόρτα και λάσπη. Κάποια δέντρα απαιτούσαν ελαφριά κοπριά και κάποια καυστική. Ο Θεόφραστος αναφέρει πως η ελιά, η μυρτιά και η ροδιά απαιτούσαν την πιο καυστική κοπριά και το περισσότερο νερό. Η καλύτερη κοπριά θεωρούνταν του ανθρώπου, δεύτερη των χοίρων και έπειτα των αιγοπροβάτων, των βοδιών και των υποζυγίων. Επειδή η κοπριά έκαιγε τα σπαρτά, πιθανόν στην περίπτωση αυτή να χρησιμοποιούνταν φυτική κοπριά και στις δεντροκαλλιέργειες να χρησιμοποιούνταν ζωική.
Η αγροτική καλλιέργεια, καθώς και οι μέθοδοι βάσει των οποίων ο γεωργός καλλιεργούσε ανέκαθεν τη γη, καθορίζονταν από διάφορους παράγοντες όπως το έδαφος, το κλίμα, αλλά και το υπάρχον ανθρώπινο δυναμικό. Η σταδιακή αύξηση του πληθυσμού ήταν αυτή που με τον καιρό οδήγησε στην εντατικότερη καλλιέργεια της γης, καθώς και στην εξημέρωση των προϊόντων της. Οι αρχαίοι γεωργοί που καλλιεργούσαν τα μικρά σχετικά χωράφια τους με τη βοήθεια των μελών της οικογένειάς τους, είχαν στη διάθεσή τους συνήθως έναν ή δύο σκλάβους και ελάχιστα σχετικά εργαλεία, με ένα από τα κυριότερα από αυτά να είναι το άροτρο.
Η οργάνωση της αγροτικής εργασίας ήταν άμεσα εξαρτώμενη από το εποχιακό ημερολόγιο. Το έτος χωριζόταν σε τρεις εποχές, στο χειμώνα που διαρκούσε από το Νοέμβριο έως το Φεβρουάριο, την άνοιξη που κρατούσε μέχρι τον Ιούνιο και το καλοκαίρι που διαρκούσε έως τον Οκτώβριο. Τα εργαλεία τα οποία χρησιμοποιούνταν για την αρχαία αγροτική καλλιέργεια παρέμειναν μέσα στα χρόνια βασικά τα ίδια, χωρίς ιδιαίτερα σημαντικές εξελίξεις. Κάποιες από τις διαφοροποιήσεις όμως που σημειώνονται σε σχέση με αυτά, αντικατοπτρίζουν τη συνθετότητα των εργασιών που έπρεπε να υλοποιηθούν, την ανάγκη για πιο γρήγορη εκτέλεση της εργασίας ή και τις διάφορες τοπικές προτιμήσεις.
Οι αρχαίοι Έλληνες τιμούσαν ως προστάτιδα της καλλιέργειας της γης τη θεά Δήμητρα. Θεωρούσαν πως η θεά στεκόταν δίπλα τους από τη στιγμή που άρχιζαν να οργώνουν το χωράφι μέχρι και τη στιγμή που συγκέντρωναν τον καρπό στις αποθήκες. Η Δήμητρα ήταν η θεά των σιτηρών και αυτή που διαχώριζε το σιτάρι από το άχυρο. Η αρχαία ελληνική γραμματεία μας παρέχει σημαντικές πληροφορίες σε σχέση με το όργωμα, τη σπορά, το θερισμό, το αλώνισμα και το λίχνισμα, σε αντίθεση με την αρχαία αγγειογραφία η οποία σπάνια απεικονίζει σχετικές σκηνές αγροτικής ζωής.
Καλλιεργήσιμες εκτάσεις
Aπό τα ομηρικά έπη και στο πλαίσιο του ιδεώδους της αυτάρκειας του οίκου, γίνεται αντιληπτό πως οι άνθρωποι ασκούσαν μεικτή οικονομία με καλλιέργεια αμπελιών, σιτηρών, ελιών και άλλων οπωροφόρων, παράλληλα με την κτηνοτροφία. Όλα τα απαραίτητα προϊόντα έπρεπε να παραχθούν στα πλαίσια του οίκου με τη συμμετοχή των μελών της οικογένειας. Βασικό ρόλο έπαιζε η καλλιέργεια του σιταριού και συμπληρωματική αξία είχε η καλλιέργεια των οπωροφόρων και των λαχανικών.
Γενικά η καλλιέργεια της γης ήταν στην αρχαιότητα μία παράμετρος εξαιρετικά σημαντική, καθώς το 80% των κατοίκων σε μία συνήθη πόλη κράτος ήταν γεωργοί. Στην κλασική περίοδο για παράδειγμα σχεδόν 300.000 άτομα ζούσαν στην περιοχή της Αττικής και της Αθήνας, ενώ με βάση το Θουκυδίδη (2.16) η πλειοψηφία αυτών ζούσε στην ύπαιθρο.
Η καλλιεργημένη γη στην αρχαιότητα ονομαζόταν αγρός σε αντίθεση με το άστυ. Πίονες αγροί ονομάζονταν αυτοί που σχετίζονταν περισσότερο με τη βοσκή των ζώων παρά με τη γεωργία. Τα όρια των αγρών ορίζονταν με τους όρους, ενώ μονάδα μέτρησης ήταν το πλέθρο, ίσο με 100 πόδες. Ο κήπος προορίζονταν για τα οπωροφόρα δέντρα ή τα αμπέλια, η πρασίη ήταν μικρός οριοθετημένος χώρος για την καλλιέργεια των λαχανικών και ο λειμών προορίζονταν για τη βοσκή των ζώων.
Τα εδάφη που καλλιεργούνταν χωρίζονταν στα δύο. Το ένα τμήμα ήταν αυτό που καλλιεργούνταν και το άλλο αυτό που παρέμενε σε αγρανάπαυση. Νειός αποκαλούνταν το χωράφι αυτό το οποίο θα σπέρνονταν πρώτη φορά μετά την αγρανάπαυση. Από τις πηγές γνωρίζουμε ότι το χωράφι στο διάστημα μεταξύ του τελευταίου θερισμού και της επόμενης σποράς το όργωναν τρεις με τέσσερις φορές την άνοιξη και το καλοκαίρι. Η άροση γενικά ήταν μία δύσκολη εργασία που κατά τον Ησίοδο γινόταν από έμπειρο γεωργό περίπου 40 ετών, χωρίς διακοπές, σε ευθείες σειρές. Την όλη διαδικασία βοηθούσε δούλος που ακολουθούσε από πίσω και σκέπαζε τους σπόρους με τη μάκελλα. Τα ζώα τα οποία ζεύονταν στο άροτρο ήταν κατά προτίμηση ταύροι εννέα ετών, αν και στην αγγειογραφία απεικονίζονται και ημιόνοι.
Τα δημητριακά
Aπό την 7η χιλιετία στην Ανατολική Μεσόγειο εμφανίζονται πολιτισμοί οι οποίοι στηρίζουν την οικονομία τους στη γεωργία, με τα δημητριακά να κατέχουν ιδιαίτερα σημαντική θέση στις διατροφικές προτιμήσεις των ανθρώπων, αποτελώντας το θεμέλιο της διατροφικής πυραμίδας. Η λέξη δημητριακά γενικά δήλωνε το καθετί αλεσμένο, αλλά κατά κύριο λόγο τα παράγωγα του σίτου, από την κατάλληλη επεξεργασία του οποίων προέρχονταν τα άλευρα.
Στην περιοχή αυτή της Μεσογείου συνηθέστερα δημητριακά ήταν ο σίτος ως μονόκοκκος, απόγονος αυτοφυούς μορφής - triticummonococcum - ως δίκοκκος και σκληρός - triticumdicoccum και triticumdurum - και τέλος ως σπελτοειδής και κοινός - triticum spelta και triticumaestivum L. - καθώς και η δίστοιχη ή εξάστιχη κριθή Τα είδη αυτά ενδείκνυνται για ξηρά εδάφη και δεν απαιτούν βαθύ σκάψιμο, γεγονός που είχε άμεση σχέση και με το αρχαίο ελληνικό άροτρο που ουσιαστικά σβάρνιζε το έδαφος του αγρού.
Στην αρχαία Ελλάδα το κριθάρι το οποίο για μεγάλο διάστημα χρησιμοποιούνταν ως τροφή για ζώα και ανθρώπους, χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή της λεγόμενης μάζας, δηλαδή για την παρασκευή ενός είδους γλυκίσματος σε μορφή αρτοσκευάσματος. Γενικά το κριθάρι δεν ήταν τόσο κατάλληλο όσο το σιτάρι για την παρασκευή ψωμιού, καθώς τα έλυτρα που περιέχονταν στον καρπό του δεν μπορούσαν να αφαιρεθούν στο αλώνισμα. Το κριθάρι επίσης υφίστατο ένα είδος ψησίματος πριν το ξεφλούδισμά του, γεγονός που κατέστρεφε σημαντικά τη γλουτένη του καρπού του, καθιστώντας το ακατάλληλο για ψωμί με προζύμι. Έτσι το κριθαρένιο ψωμί θεωρούνταν, κατώτερης ποιότητας ψωμί και κατά συνέπεια ήταν το "ψωμί για τους σκλάβους" όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Αθήναιος (7, 304 b).
Η καλλιέργεια των δέντρων
Tα δέντρα κατά καιρούς ανανεώνονταν και φυτεύονταν νέα. Ο Θεόφραστος αναφέρει ότι εάν το μόσχευμα δεν είχε ρίζες ή το κάτω τμήμα του κορμού, το ξύλο θα έπρεπε να σχίζεται και να φυτεύεται βάζοντας πάνω του μία πέτρα. Τα δέντρα τα οποία φυτεύονταν με κομμάτια από το στέλεχος, έπρεπε να έχουν μήκος τουλάχιστον μία σπιθαμή, να διατηρούν το φλοιό τους και να φυτεύονται με το κομμένο μέρος προς τα κάτω. Από τα κομμάτια αυτά αναπτύσσονταν βλαστοί που χρειάζονταν, καθώς μεγάλωναν, νέο χώμα μέχρι την πλήρη ανάπτυξή τους. Ο Ξενοφών συστήνει το σκάψιμο βαθιών λάκκων για την ελιά και το δέσιμο των βλασταριών σε υποστηρίγματα.
Για να γίνει ένα άγριο δέντρο ήμερο, χρησιμοποιούνταν δύο είδη μπολιάσματος, το ενοφθαλμίζειν; και το φυτεύειν. Η πρακτική του φυτέματος των πυρήνων αποφεύγονταν γιατί αργούσε πολύ να αναπτυχθεί το νέο δέντρο, ενώ ήταν και κατώτερο από το παλιό.
Η κοπριά που χρησιμοποιούνταν ήταν ή ζωικής προέλευσης ή φυτικής, από άχυρα, φύλλα, χόρτα και λάσπη. Κάποια δέντρα απαιτούσαν ελαφριά κοπριά και κάποια καυστική. Ο Θεόφραστος αναφέρει πως η ελιά, η μυρτιά και η ροδιά απαιτούσαν την πιο καυστική κοπριά και το περισσότερο νερό. Η καλύτερη κοπριά θεωρούνταν του ανθρώπου, δεύτερη των χοίρων και έπειτα των αιγοπροβάτων, των βοδιών και των υποζυγίων. Επειδή η κοπριά έκαιγε τα σπαρτά, πιθανόν στην περίπτωση αυτή να χρησιμοποιούνταν φυτική κοπριά και στις δεντροκαλλιέργειες να χρησιμοποιούνταν ζωική.