Σπορά:
Η σπορά έπρεπε να γίνει αφού είχαν πέσει οι πρώτες βροχές, ενώ ο σπόρος έπρεπε να μοιράζεται σωστά στα αδύναμα εδάφη λιγότερο και στα βαριά περισσότερο, με το σπόρο να είναι καλύτερος από την περσινή σοδειά. Απαραίτητο ήταν να γνωρίζει κανείς καλά τη σύσταση του εδάφους για να καλλιεργούνται κάτω από τις καλύτερες συνθήκες και με τη μεγαλύτερη απόδοση τα διάφορα είδη. Εάν οι ρίζες ξεγυμνώνονταν από τη βροχή έπρεπε να σκεπαστούν και να ξεριζωθούν τα αγριόχορτα. Σε κάθε περίπτωση, για όλα τα φυτά, το πότισμα, το σκάψιμο, το κλάδεμα, το κόπρισμα και η αφαίρεση των ξεραμένων μερών ήταν κοινά.
Θερισμός:
Ο θερισμός ήταν η συλλογή του καρπού μαζί με το στάχυ-άχυρο και γινόταν με τη χρήση του δρεπάνου, σε δύο ομάδες, ξεκινώντας από τα άκρα. Στους νεολιθικούς χρόνους ο θερισμός γινόταν κυρίως με δρεπάνι με οδόντες από πυριτόλιθο, ενώ αργότερα εδραιώθηκε η μεταλλική λεπίδα. Ο θερισμός έπρεπε να γίνεται όχι κόντρα στον άνεμο, ενώ το κόψιμο των σιτηρών έπρεπε να γίνετε χαμηλά για να υπάρχει περισσότερο άχυρο προς χρήση ή πάλι στο μέσον του στελέχους αν ήταν ψηλά, για να μην είναι κοπιαστικό το αλώνισμα.Αλώνισμα:Τα στάχυα που μόλις είχαν θεριστεί, δένονταν με τους αμαλλοδετήρες; και στη συνέχεια τα δεμάτια μεταφέρονταν στο αλώνι που ήταν χώρος ανοιχτός, κυκλικός, ισοπεδωμένος και περιφραγμένος σε περιοχή που φυσούσαν άνεμοι. Κατά τη διάρκεια του αλωνίσματος τα στάχυα συνθλίβονταν είτε από τις οπλές των ζώων, που ήταν βόδια, ημιόνοι ή άλογα, είτε με χτυπήματα με ξύλινους κόπανους, που διέθεταν πριονωτή πλάκα στην κάτω πλευρά, ώστε να απελευθερωθούν τα σπέρματα, μέχρι να ξεχωρίσει δηλαδή ο χρήσιμος καρπός από τα άλλα μέρη του φυτού, ταάγανα, τα οποία χρησιμοποιούνταν στις ζωοτροφές.Λίχνισμα:Μετά το αλώνισμα ακολουθούσε το λίχνισμα, το επίμονο δηλαδή τίναγμα στον αέρα, ώστε να παρασυρθεί το άχυρο από τους καρπούς, ενώ έπειτα γινόταν η φύλαξη του καρπού χωρίς να προηγηθεί απομάκρυνση του κελύφους. Το λίχνισμα γινόταν με το πτύον αντίθετα από τη φορά του ανέμου, αλλά σε τέτοια λοξή θέση ώστε να μην έρχονται στα μάτια των λικμητήρων τα άχυρα ή με το καλάθι του λιχνίσματος, το λίκνον. Το λίκνο ήταν ένα ευρύ, πλεκτό κάνιστρο το οποίο κρατούσε ο αλωνιστής από τις λαβές ανακινώντας το έως ότου το σιτάρι αποχωριστεί από το άχυρο. Το καλό λίχνισμα εξαρτιόταν σημαντικά από την πνοή του ανέμου. Οι λιχνοφόροι γνωρίζουμε ότι μετέφεραν ως ιερό σκεύος το λίκνο στις γιορτές κυρίως του Διονύσου και της Αθηνάς. Από τον Ξενοφώντα (Oeconomicus, 18.1-9) πληροφορούμαστε ότι όταν οι λιχνιστές είχαν φτάσει να ξεχωρίσουν το μισό σιτάρι, ο καθαρός καρπός δεν έπρεπε να μείνει πολλή ώρα απλωμένος στο αλώνι, αλλά αμέσως έπρεπε να συγκεντρωθεί στο κέντρο σε όσο το δυνατόν πιο στενό μέρος.[Image]Μετά το θερισμό:Τα χέρσα χωράφια μετά το θερισμό μπορούσαν να καλλιεργηθούν κατά το ήμισυ ή το εν τέταρτο με όσπρια. Σύμφωνα με το Θεόφραστο τα κουκιά λειτουργούσαν ως καλό λίπασμα για τα χωράφια, ενώ τα ρεβίθια εξαντλούσαν τα εδάφη περισσότερο από όλα τα όσπρια. Οι εργασίες στα ακαλλιέργητα χωράφια κατά την περίοδο τηςαγρανάπαυσης περιελάμβαναν σύμφωνα με τον Ξενοφώντα, το ανακάτεμα του χώματος την άνοιξη με ζιζάνια και άχυρα που λειτουργούσαν ως φυτικό λίπασμα. Ο ίδιος πρότεινε επίσης το όργωμα με το άροτρο το καλοκαίρι στη μέση της ημέρας για να έρθουν τα αγριόχορτα στην επιφάνεια να τα ξεράνει ο ήλιος και να ψηθεί η γη.Αποθήκευση σιτηρών:Μετά το λίχνισμα οι σωροί των αχύρων μεταφέρονταν στον αχυρώνα και ο καρπός αποθηκεύονταν. Η καλή φύλαξη των σιτηρών ήταν ιδιαίτερα σημαντική. Τα σιτηρά έπρεπε να φυλάσσονται σε στεγνό χώρο για να μην σαπίσουν και αναπτυχθούν ζωύφια. Πιο συγκεκριμένα έπρεπε να διατηρούνται σε υγρασία 10 με 15% και σε θερμοκρασία κάτω από τους 16 βαθμούς Κελσίου, σε χώρο προστατευμένο από πουλιά και ζωύφια. Στην Όλυνθο, όπως πληροφορούμαστε από το Θεόφραστο, οι κάτοικοι πασπάλιζαν τα σπέρματα του σιταριού με ένα είδος χώματος για να συντηρηθούν. Η αποθήκευση γινόταν σε λάκκους, σιρούς, ή πίθους ή στους σιτοβολώνες, σιτοβόλιον, όταν επρόκειτο για μεγάλες ποσότητες που ανήκαν στο κράτος ή στα ιερά. Από την πρώιμη εποχή του χαλκού μαρτυρούνται μεγάλες υπόγειες σιταποθήκες κοινοτικής δικαιοδοσίας. Η μεταφορά των καρπών γινόταν συνήθως με υποζύγια. Μέσα σε αμφορείς επάνω σε γεωργική άμαξα που την έσερναν ημιόνοι σε χωράφι, αναγνωρίζεται η μεταφορά των σιτηρών σε μελανόμορφη κύλικα από το Μουσείο του Λούβρου.
Η σπορά έπρεπε να γίνει αφού είχαν πέσει οι πρώτες βροχές, ενώ ο σπόρος έπρεπε να μοιράζεται σωστά στα αδύναμα εδάφη λιγότερο και στα βαριά περισσότερο, με το σπόρο να είναι καλύτερος από την περσινή σοδειά. Απαραίτητο ήταν να γνωρίζει κανείς καλά τη σύσταση του εδάφους για να καλλιεργούνται κάτω από τις καλύτερες συνθήκες και με τη μεγαλύτερη απόδοση τα διάφορα είδη. Εάν οι ρίζες ξεγυμνώνονταν από τη βροχή έπρεπε να σκεπαστούν και να ξεριζωθούν τα αγριόχορτα. Σε κάθε περίπτωση, για όλα τα φυτά, το πότισμα, το σκάψιμο, το κλάδεμα, το κόπρισμα και η αφαίρεση των ξεραμένων μερών ήταν κοινά.
Θερισμός:
Ο θερισμός ήταν η συλλογή του καρπού μαζί με το στάχυ-άχυρο και γινόταν με τη χρήση του δρεπάνου, σε δύο ομάδες, ξεκινώντας από τα άκρα. Στους νεολιθικούς χρόνους ο θερισμός γινόταν κυρίως με δρεπάνι με οδόντες από πυριτόλιθο, ενώ αργότερα εδραιώθηκε η μεταλλική λεπίδα. Ο θερισμός έπρεπε να γίνεται όχι κόντρα στον άνεμο, ενώ το κόψιμο των σιτηρών έπρεπε να γίνετε χαμηλά για να υπάρχει περισσότερο άχυρο προς χρήση ή πάλι στο μέσον του στελέχους αν ήταν ψηλά, για να μην είναι κοπιαστικό το αλώνισμα.Αλώνισμα:Τα στάχυα που μόλις είχαν θεριστεί, δένονταν με τους αμαλλοδετήρες; και στη συνέχεια τα δεμάτια μεταφέρονταν στο αλώνι που ήταν χώρος ανοιχτός, κυκλικός, ισοπεδωμένος και περιφραγμένος σε περιοχή που φυσούσαν άνεμοι. Κατά τη διάρκεια του αλωνίσματος τα στάχυα συνθλίβονταν είτε από τις οπλές των ζώων, που ήταν βόδια, ημιόνοι ή άλογα, είτε με χτυπήματα με ξύλινους κόπανους, που διέθεταν πριονωτή πλάκα στην κάτω πλευρά, ώστε να απελευθερωθούν τα σπέρματα, μέχρι να ξεχωρίσει δηλαδή ο χρήσιμος καρπός από τα άλλα μέρη του φυτού, ταάγανα, τα οποία χρησιμοποιούνταν στις ζωοτροφές.Λίχνισμα:Μετά το αλώνισμα ακολουθούσε το λίχνισμα, το επίμονο δηλαδή τίναγμα στον αέρα, ώστε να παρασυρθεί το άχυρο από τους καρπούς, ενώ έπειτα γινόταν η φύλαξη του καρπού χωρίς να προηγηθεί απομάκρυνση του κελύφους. Το λίχνισμα γινόταν με το πτύον αντίθετα από τη φορά του ανέμου, αλλά σε τέτοια λοξή θέση ώστε να μην έρχονται στα μάτια των λικμητήρων τα άχυρα ή με το καλάθι του λιχνίσματος, το λίκνον. Το λίκνο ήταν ένα ευρύ, πλεκτό κάνιστρο το οποίο κρατούσε ο αλωνιστής από τις λαβές ανακινώντας το έως ότου το σιτάρι αποχωριστεί από το άχυρο. Το καλό λίχνισμα εξαρτιόταν σημαντικά από την πνοή του ανέμου. Οι λιχνοφόροι γνωρίζουμε ότι μετέφεραν ως ιερό σκεύος το λίκνο στις γιορτές κυρίως του Διονύσου και της Αθηνάς. Από τον Ξενοφώντα (Oeconomicus, 18.1-9) πληροφορούμαστε ότι όταν οι λιχνιστές είχαν φτάσει να ξεχωρίσουν το μισό σιτάρι, ο καθαρός καρπός δεν έπρεπε να μείνει πολλή ώρα απλωμένος στο αλώνι, αλλά αμέσως έπρεπε να συγκεντρωθεί στο κέντρο σε όσο το δυνατόν πιο στενό μέρος.[Image]Μετά το θερισμό:Τα χέρσα χωράφια μετά το θερισμό μπορούσαν να καλλιεργηθούν κατά το ήμισυ ή το εν τέταρτο με όσπρια. Σύμφωνα με το Θεόφραστο τα κουκιά λειτουργούσαν ως καλό λίπασμα για τα χωράφια, ενώ τα ρεβίθια εξαντλούσαν τα εδάφη περισσότερο από όλα τα όσπρια. Οι εργασίες στα ακαλλιέργητα χωράφια κατά την περίοδο τηςαγρανάπαυσης περιελάμβαναν σύμφωνα με τον Ξενοφώντα, το ανακάτεμα του χώματος την άνοιξη με ζιζάνια και άχυρα που λειτουργούσαν ως φυτικό λίπασμα. Ο ίδιος πρότεινε επίσης το όργωμα με το άροτρο το καλοκαίρι στη μέση της ημέρας για να έρθουν τα αγριόχορτα στην επιφάνεια να τα ξεράνει ο ήλιος και να ψηθεί η γη.Αποθήκευση σιτηρών:Μετά το λίχνισμα οι σωροί των αχύρων μεταφέρονταν στον αχυρώνα και ο καρπός αποθηκεύονταν. Η καλή φύλαξη των σιτηρών ήταν ιδιαίτερα σημαντική. Τα σιτηρά έπρεπε να φυλάσσονται σε στεγνό χώρο για να μην σαπίσουν και αναπτυχθούν ζωύφια. Πιο συγκεκριμένα έπρεπε να διατηρούνται σε υγρασία 10 με 15% και σε θερμοκρασία κάτω από τους 16 βαθμούς Κελσίου, σε χώρο προστατευμένο από πουλιά και ζωύφια. Στην Όλυνθο, όπως πληροφορούμαστε από το Θεόφραστο, οι κάτοικοι πασπάλιζαν τα σπέρματα του σιταριού με ένα είδος χώματος για να συντηρηθούν. Η αποθήκευση γινόταν σε λάκκους, σιρούς, ή πίθους ή στους σιτοβολώνες, σιτοβόλιον, όταν επρόκειτο για μεγάλες ποσότητες που ανήκαν στο κράτος ή στα ιερά. Από την πρώιμη εποχή του χαλκού μαρτυρούνται μεγάλες υπόγειες σιταποθήκες κοινοτικής δικαιοδοσίας. Η μεταφορά των καρπών γινόταν συνήθως με υποζύγια. Μέσα σε αμφορείς επάνω σε γεωργική άμαξα που την έσερναν ημιόνοι σε χωράφι, αναγνωρίζεται η μεταφορά των σιτηρών σε μελανόμορφη κύλικα από το Μουσείο του Λούβρου.