Τρίτη 22 Μαΐου 2012

Η Λεμονιά

Κάθε Κυριακή του Πάσχα έχει τη δική της ιστορία. Τις πιο πολλές φορές γλυκιά. Υπάρχουν βέβαια και εξαιρέσεις. Έτσι είναι η ζωή όμως. Γράφει τα πιο ακραία σενάρια. Χαρά και πόνος, γέλιο και δάκρυ, άνοδος και πτώση. Απ’ τη μια στιγμή στην άλλη. Κάθε λεπτό και χρόνος. Κάθε στιγμή και αιωνιότητα. Μια αιωνιότητα για κάθε στιγμή.
Φέτος πήγα και πάλι στο χωριό μου. Αγαπημένη μου συνήθεια, μιας και δεν θυμάμαι Aνάσταση μακριά από το χωριό μου. Που δεν είναι χωριό αλλά έτσι θέλω να το σκέφτομαι. Σαν χωριό, ανάμεσα σε γνωστούς, μακριά από το χάος της ανείπωτης μοναξιάς που μας έθισε η μεγαλούπολη να ζούμε. Μαζί με αγαπημένα πρόσωπα που διαβάζουν στο πρόσωπο σου κάθε ικμάδα συναισθήματος, καλού η άσχημου. Άξονες  μιας ζωής που έζησες και γρανάζια στο ρολόι μιας ζωής που σε εκπλήσσει καθημερινά.
Στον κήπο του πατρικού μου που σφύζει από κάθε λογής λαχανικό και λουλούδι, είχαμε μια γλάστρα με μια ολάνθιστη και μοσχαναθρεμμένη λεμονιά. Το καμάρι της μάνας μου, το τρίτο παιδί του πατέρα μου.

Ποιος την φύτεψε ασαφές. Και οι δύο ερίζουν για την κηδεμονία της. Αγαπιούνται πολύ αλλά η λεμονιά ήταν πάντα το επίκεντρο μιας διαμάχης που δεν είχε αρχή μέση και τέλος. Εγώ και η αδερφή μου κρυφογελούσαμε πάντα με τα καμώματα τους και η αλήθεια είναι ότι με την πρώτη ευκαιρία βάζαμε φιτιλιές για την θέση που θα έπρεπε να βρίσκεται το βασίλειο της λεμονιάς. Γλάστρα η χώμα;


Για πάνω από μια δεκαετία η λεμονιά ήταν θρονιασμένη σε ένα τεράστιο κομψό βαρέλι από νίκελ και έδινε τους καρπούς της παρά τα καπρίτσια του καιρού ο οποίος στον θεσσαλικό κάμπο δεν είναι ιδιαίτερα συνεργάσιμος για εσπεριδοειδή. Οι παγωνιές βλέπετε αλλά και η υψηλή υγρασία δεν βοηθούν στην καλλιέργεια των καρπών της Εσπερίας.
Οι κατασκευαστικές όμως εμπνεύσεις του πατέρα μου και τα αυτοσχέδια στέγαστρα από νάιλον και ξύλινο σκελετό την προστάτευαν από κάθε είδους κακοκαιρία και αυτή το ανταπέδιδε πλουσιοπάροχα με λεμόνια που αντιστοιχούσαν σε δέντρο διπλάσιου όγκου.

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε ετών, οπότε καθόμασταν στον κήπο και την φτύναμε για να μην την ματιάζουμε, πάντα προέκυπτε στο τέλος το μείζον θέμα: γλάστρα ή χώμα;
Φέτος το Πάσχα η υγρασία μας τσάκισε. Μετά από ένα βαρύ και υγρό χειμώνα ο καιρός ακολούθησε το πρωτόκολλο της Μεγάλης Εβδομάδας. Βροχή και σήμερα, ατέλειωτη βροχή με υγρασία και μερικά αναπάντεχα ξεμυτιάσματα του ήλιου στον συννεφιασμένο ουρανό. Ακόμα και τώρα που γράφω βρέχει, μονότονα και ακανόνιστα.

Κι αυτή η μυρωδιά της βροχής που φέρνει ο νοτιάς είναι σαν ταξίδι στο χρόνο. Την Κυριακή λοιπόν μετά από δυο μέρες συνεχόμενης νεροποντής, ήρθε και η έξοδος από τα σύννεφα. Ένας λεβέντης ήλιος μας αγκάλιασε και μας έλουσε με ένα φως που μας γλύκανε την ψυχή. Η κατάνυξη και η εσωστρέφεια των προηγούμενων ημερών έδωσαν τη θέση τους στην αιώνια λιακάδα του καθαρού μυαλού.
Και ενώ τίποτα δεν θύμιζε Πάσχα απ’ τα παλιά ακόμα και για τους παλιότερους, ήταν ό ήλιος που ξύπνησε μέσα μας παιδικές εικόνες και ελπίδα ότι ζούμε κάτι από μέρες που θυμόμαστε με αγαλλίαση.
Όλοι ψάχνουμε μια έξοδο, μια διέξοδο από την γκρίζα καθημερινότητα. Ακόμα και οι πολιτικοί αρχηγοί στις δηλώσεις τους υπέπεσαν για μια ακόμα φορά στη κοινοτυπία της εξόδου από το τούνελ που βρισκόμαστε.
Εμείς μετά από μια μετριοπαθή θα έλεγα για τα δεδομένα του Πάσχα φαγοποσία και μια ατελείωτη βόλτα στον ήλιο που ζωογονούσε, στρέψαμε για μια ακόμα φορά σαν    ήρωες του Βίντενμπεργκ το βλέμμα μας στη λεμονιά, προσπαθώντας να απαντήσουμε στο γνωστό δίλημμα: Γλάστρα ή χώμα;
Χωρίς δεύτερες σκέψεις και ενώ ό ήλιος κόντευε να δύσει, γελώντας με την καρδιά μας, ορεξάτοι και δυνατοί σαν σχολιαρόπαιδα αποφασίσαμε να δώσουμε την τελική απάντηση: Χώμα.
Όποιος περνούσε και μας έβλεπε θα νόμισε ότι ψάχναμε λίρες –που τέτοια τύχη-στον κήπο μας καθώς μας έβλεπε να παιδευόμαστε κάτω από το φως της λάμπας και την φασαρία των γονιών μας που έβλεπαν με ανάμικτα συναισθήματα το παρελθόν τους να αλλάζει και ποιος ξέρει, μαζί με αυτό, όλα όσα αρνιόνταν να αλλάξουν.
Σουρεαλισμός στο έπακρο. Τελικά γύρω στις δέκα και μετά από πολύ κόπο, ήμασταν έτοιμοι. Η λεμονιά είχε αλλάξει θρόνο και εμείς είχαμε μια γλυκιά κούραση και ένα φτερούγισμα στην καρδιά. Και ένα χαμόγελο σαν αυτό που μας χάριζε το φως του ήλιου. Και ας ήταν νύχτα.
Είχαμε αλλάξει τον κόσμο μας. Κι ήμασταν οι πιο ευτυχισμένοι άνθρωποι του κόσμου. Ζήσαμε στα αλήθεια την έξοδο μας. Το καλύτερο Πάσχα της ζωής μας.