Ένα από τα πιο παρεξηγημένα είδη καρποφόρων. Πολλοί οι λόγοι που
συνετέλεσαν σε αυτό το συμπέρασμα από τους Έλληνες παραγωγούς. Αρχικά
χρησιμοποιήθηκε ως υποκείμενο το σπορόφυτο αχλαδιάς Pyrus Communis το
οποίο είναι ιδιαίτερα ευπαθές στον βασικό εχθρό της αχλαδιάς, το
βακτηριακό κάψιμο Erwinia amylovora. Έτσι επειδή καταστράφηκαν πολλά
κτήματα αχλαδιάς κατά την δεκαετία του 1980 δημιουργήθηκε μία καχυποψία
για την καλλιέργεια. Προστέθηκαν οι δυσκολίες που αντιμετωπίσαμε για την
καταπολέμηση της ψύλλας της αχλαδιάς Psylla pyri καθώς επίσης και η
άγνοια των γεωτεχνικών να στηρίξουν τον καλλιεργητή όσον αφορά την
ορθολογική λίπανση και φυτοπροστασία.
Όλα αυτά μαζί έκαναν την αχλαδοκαλλιέργεια στην χώρα μας να
περιοριστεί στους 60.000 τόνους, ενώ ταυτόχρονα στην γειτονική μας χώρα
Ιταλία παράγονται πάνω από 900.000 τόνοι και στην Ισπανία 500.000 τόνοι.
Η αχλαδιά είναι είδος καρποφόρου με πολλές ιδιορρυθμίες και στον
τρόπο λίπανσης αλλά και γενικά προσαρμοστικότητας σε διάφορα εδάφη. Τα
τελευταία χρόνια εμβολιάζεται σε υποκείμενα κυδωνιάς τα οποία απαιτούν
ελαφρά όξινα εδάφη, όχι συνεκτικά. Με την εισαγωγή καινούργιων
σκευασμάτων βρέθηκαν λύσεις στην αντιμετώπιση της ψύλλας και των
υπόλοιπων εχθρών της καλλιέργειας. Κυρίαρχες ποικιλίες στην Ελλάδα είναι
οι ποικιλίες Κρυστάλλι, Κοντούλα και Williams. Ενώ σε διεθνές επίπεδο
την πρώτη θέση κατέχει η ποικιλία Conference και έπεται η Abate Fetel.
Πριν την εγκατάσταση ενός κτήματος αχλαδιάς, απαραίτητη προϋπόθεση
αποτελεί η ανάλυση του εδάφους, και η καταγραφή της μηχανικής σύστασης,
του pH και της ποσότητας του ενεργού ανθρακικού ασβεστίου. Έπειτα
κριτικό σημείο για την επιτυχία είναι η σωστή επιλογή του υποκειμένου
βάση των εδαφικών συνθηκών λαμβάνοντας πάντα υπ' όψιν το φαινόμενο της
ασυμφωνίας που χαρακτηρίζουν πολλές ποικιλίες αχλαδιάς με τα συνήθη
χρησιμοποιημένα υποκείμενα.