Το ύψος του δέντρου φτάνει τα 4,5 μέτρα Η ροδακινιά ζει 30 χρόνια κατά
μέσο όρο.Αποδίδει καρπούς μετά το τρίτο χρόνο από τη φύτευση της, των
οποίων η ποιότητα είναι καλύτερη σε περιοχές όπου τα καλοκαίρια είναι
ζεστά και οι χειμώνες ήπια κρύοι.
Η ροδακινιά είναι πυρηνόκαρπο, φυλλοβόλο οπωροφόρο δέντρο που ανήκει στο γένος Προύμνη και στην οικογένεια των Ροδοειδών. Η καταγωγή της είναι από την Κίνα,
όπου ακόμα και σήμερα υπάρχει ως αυτοφυής. Στη συνέχεια η καλλιέργεια
της επεκτάθηκε προς τις χώρες της Μεσογείου και αργότερα προς την Αμερική και την Αυστραλία. Σήμερα είναι το περισσότερο καλλιεργούμενο οπωροφόρο δέντρο στον κόσμο μετά τη μηλιά.
Το ύψος του δέντρου φτάνει
τα 4,5 μέτρα ο κορμός και οι βλαστοί έχουν φλοιό κοκκινωπού ή
πρασινωπού χρώματος. Τα φύλλα του είναι λογχοειδή, πριονωτά στιλπνά,
μυτερά στην κορυφή και χρώματος πράσινου, έχουν δε αδένες στη βάση τους
από όπου κατά περιόδους εκκρίνουν ένα υγρό σαν ρετσίνι που προσελκύει
διάφορα μικρά έντομα. Τα άνθη της ροδακινιάς έχουν 5 ρόδινα πέταλα και
φύονται στις μασχάλες των φύλλων και των βλαστών. Οι πρώιμες ποικιλίες
έχουν μεγάλα πέταλα και οι όψιμες μικρά. Ο καρπός της ροδακινιάς είναι το ροδάκινο.
Η ροδακινιά
ζει 30 χρόνια κατά μέσο όρο, όταν οι συνθήκες είναι κατάλληλες.
Αποδίδει καρπούς μετά το τρίτο χρόνο από τη φύτευση της, των οποίων η
ποιότητα είναι καλύτερη σε περιοχές όπου τα καλοκαίρια είναι ζεστά και
οι χειμώνες ήπια κρύοι. Ένας ανοιξιάτικος παγετός μπορεί να καταστρέψει
τα άνθη που είναι αρκετά ευαίσθητα στο κρύο.
Το δέντρο προτιμά τα
αμμοπηλώδη εδάφη με καλό στράγγισμα. Πολλαπλασιάζεται κυρίως με
εμβολιασμό της αμυγδαλιάς αφού άλλες προσπάθειες εμβολιασμού με άλλα
δέντρα έχουν κατά καιρούς αποτύχει. Τα μικρά δεντράκια φυτεύονται το
φθινόπωρο ή την άνοιξη. Το έδαφος πρέπει να είναι υγρό αφού το δέντρο
είναι απαιτητικό στην υγρασία.
Η λίπανση θεωρείται απαραίτητη για
καλή παραγωγή και γίνεται κυρίως με αζωτούχα και καλιούχα λιπάσματα. Η
ροδακινιά αποκρίνεται επίσης καλά σε λίπανση με κοπριά, αλλά βασικό
στοιχείο για την καλή της ανάπτυξη και καρποφορία είναι οι
κλιματολογικές συνθήκες.
Οι περισσότερες ποικιλίες παράγουν περισσότερους καρπούς από όσους μπορούν τα δέντρα να κρατήσουν και έτσι απαιτείται αραίωμα των καρπών. Στην Ελλάδα καλλιεργείται συστηματικά στην Ημαθία, την Πέλλα και την Πιερία,
όπου παράγεται το 80% της εγχώριας παραγωγής. Η συγκομιδή των
ροδάκινων αρχίζει στα τέλη Μαΐου και ολοκληρώνεται στα τέλη Οκτωβρίου.
Οι συνηθέστερες ποικιλίες είναι η πρώιμη σπρίνγκ τάιμ, ο γιαρμάς (ποικιλία της Βέροιας και της Νάουσας), η παραδεισένια, η φορτούνα, η Καρολίνα και από όψιμες η Χάλε και ελμπέρτα.
Άλλες ποικιλίες που αναπτύχθηκαν πολύ τα τελευταία χρόνια είναι η νεκταρινιά με τους εύγεστους καρπούς τα νεκταρίνια ή μηλοροδάκινα, και η λευκόσαρκη ροδακινιά