Λαγός (Lepus europaeus)
Συναντάται σε όλη την Ευρώπη , Μ. Ασία, Αραβία, Βόρεια Αφρική, έχει επίσης εισαχθεί στην Αμερική, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία . Λόγω της μεγάλης εξάπλωσης το είδος παρουσιάζει διαφορές από τόπο σε τόπο πχ στη νότια Ευρώπη είναι μικρότερος με κοντότερο τρίχωμα από ότι στη βόρειο Ευρώπη. Οι μορφολογικές διαφορές οφείλονται στον βιότοπο.
Σε γενική εμφάνιση μοιάζει με το κουνέλι, αλλά είναι μεγαλύτερο ζώο. Το σώμα του είναι επίμηκες με μήκος 50-60 εκατ. και ύψος 20-30 και βάρος 3-6 κιλά. Το θηλυκό είναι κατά κανόνα μεγαλύτερο από το αρσενικό. Το κεφάλι του είναι μεγάλο και ωοειδές και τα μάτια του βρίσκονται λοξά και εξέχουν προς τα πλάγια του κεφαλιού.
Τα αυτιά είναι μακριά και όρθια ,ευκίνητα και πιο μακριά από το κεφάλι, όταν τοποθετηθούν προς τα εμπρός και έχουν μαύρες άκρες. Το κάτω μέρος του σώματος λευκό ,ουρά κοντή μυτερή 7-10 εκατ. στο πάνω μέρος μαύρο και στο κάτω λευκό. Aντίθετα, με την επικρατούσα γνώμη, δεν μπορεί να ζευγαρώσει με το κουνέλι διότι είναι διαφορετικό είδος.
Η τροφή του περιλαμβάνει τρυφερά χόρτα ,χυμώδεις καρπούς ,δημητριακά και σε περιόδους που αυτά δεν υπάρχουν σε αφθονία μπορεί να τραφεί και με νεαρούς βλαστούς , φλοιούς θάμνων ,κάστανα ,βελανίδια. Το απαραίτητο νερό το παίρνει με τη τροφή ,πίνει νερό μόνο κατά την διάρκεια μεγάλης ξηρασίας και όταν θηλάζει τα νεογνά. Παρουσιάζει το φαινόμενο της κοπρανοφαγίας. Aνακυκλώνει τα κόπρανά του απορροφώντας τα θρεπτικά συστατικά που έχουν απομείνει από την πρώτη πέψη.
Τον συναντάμε σε ποικιλία βιοτόπων εκτός από πολύ μεγάλα υψόμετρα πάνω από 1500μ και τις πολύ ψυχρές και υγρές περιοχές. Άριστος βιότοπος αποτελούν οι αραιοί θαμνότοποι η τα αραιά δάση κοντά σε γεωργικές εκτάσεις ,περιοχές δηλαδή που μπορεί να βρει άφθονη τροφή και καλούς κρυψώνες.
Αναπαράγεται από τον Φεβρουάριο ως τον Αύγουστο αλλά η περίοδος αυτή μπορεί να αλλάξει λόγω καιρικών συνθηκών. Είναι είδος πολυγαμικό . Γεννά τέσσερις πέντε φορές τον χρόνο από 2-4 μικρά (περισσότερα στο μέσο της αναπαραγωγικής περιόδου και λιγότερα στην αρχή και στο τέλος. Τα νεογνά γεννιούνται κάθε 30 -35 μέρες η κύηση όμως διαρκεί 42-44 μέρες.
H θηλυκιά είναι έτοιμη να ζευγαρώσει ενώ είναι ακόμη έγκυος, γύρω στην 38η μέρα κύησης Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η μήτρα είναι δισχεδής με αποτέλεσμα να διακρατεί δύο γέννες ταυτόχρονα . Έτσι λοιπόν πριν τον τοκετό γονιμοποιείται ξανά, το φαινόμενο αυτό δεν παρατηρείται σε άλλο θηλαστικό και είναι γνωστό ως επικύηση . Ο θηλασμός διαρκεί 2-3 εβδομάδες και τα μικρά γίνονται ανεξάρτητα μετά από τριάντα μέρες και ωριμάζουν σεξουαλικά μετά από 7-8 μήνες . Η διάρκεια της ζωής του λαγού είναι 7-8 χρόνια.
Ο Λαγός είναι μοναχικό είδος ,ζει μόνιμα σε μια περιοχή ακτίνας 500μ και δύσκολα την εγκαταλείπει. Κολυμπά καλά όταν απαιτηθεί λόγω κινδύνου. Κινείται κυρίως τις πρωινές και απογευματινές ώρες, ενώ όταν είναι πανσέληνος καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας. Τη μέρα παραμένει κρυμμένος μέσα στη φωλιά του, λιάζεται ή κάνει αμμόλουτρα.
Κατά τις μετακινήσεις του χρησιμοποιεί τα ίδια μονοπάτια τα οποία σημαδεύει με εκκρίματα τα οποία προέρχονται από αδένες του προσώπου. Ο λαγός τρίβει τα πόδια του στο πρόσωπο του και έτσι τα εκκρίματα κολλούν στα πόδια του και μεταφέρονται με το βάδισμά του ( στα πέλματα των ποδιών του δεν υπάρχουν οσμοποιοί αδένες). Η σήμανση της περιοχής ενδημίας γίνεται και με οσμοποιούς αδένες που βρίσκονται στη βάση του πρωκτού.
Σχεδόν πάντα δεν κατευθύνεται αμέσως στη φωλιά του αλλά εκτελεί παραπλανητικές διαδρομές προκειμένου να ξεγελάσει τους εχθρούς του και τελικά κάνοντας μεγάλα άλματα δεξιά, αριστερά και ένα μεγαλύτερο άλμα 1-1,5 μ. κάθεται στη φωλιά του . Η συμπεριφορά αυτή μάλλον είναι έμφυτη αφού παρατηρείται και στα νεαρά άτομα.
Ο λαγός σπάνια εγκαταλείπει τον κρυψώνα του ακόμα και όταν ο κίνδυνος βρίσκεται σε απόσταση τριών μέτρων , κάνοντας πολλούς να πιστεύουν ότι κοιμάται με ανοιχτά μάτια. Μπορεί να αναπτύξει μεγάλες ταχύτητες αλλά η κατασκευή των ποδιών του δυσκολεύει την κίνηση του στις κατηφόρες ενώ στην ανηφορική κίνηση είναι πιο γρήγορος. Πολλές φορές όταν κινδυνεύει χτυπά το έδαφος με τα πόδια του ή τρίβει τα δόντια του, (συμπεριφορά που παρατηρείται και στα κουνέλια).
Έχει πολύ καλή ακοή και όσφρηση. Η πλάγια τοποθέτηση των ματιών έχει σαν αποτέλεσμα τον περιορισμό της όρασης προς τα εμπρός, στα πλάγια όμως έχει μια ευρείας γωνίας ορατότητα.
Ο αριθμός των εχθρών του είναι πολύ μεγάλος από όλα τα σαρκοφάγα, λύκος, αλεπού, αγριόγατα κ.λ.π μέχρι και τα αρπακτικά γεράκια, αετοί κ.λ.π
Ο πληθυσμός παρουσιάζει έντονες και ακανόνιστες αυξομειώσεις που μπορεί να οφείλονται σε παράγοντες όπως: η ποσότητα και ποιότητα της τροφής, οι κλιματικοί παράγοντες, ο μεγάλος αριθμός και ανταγωνισμός στην εξεύρεση τροφής.
Οι παραπάνω λόγοι έχουν σαν αποτέλεσμα την μείωση του ρυθμού της αναπαραγωγής και την ελάττωση της αντοχής τους σε ασθένειες.
Συναντάται σε όλη την Ευρώπη , Μ. Ασία, Αραβία, Βόρεια Αφρική, έχει επίσης εισαχθεί στην Αμερική, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία . Λόγω της μεγάλης εξάπλωσης το είδος παρουσιάζει διαφορές από τόπο σε τόπο πχ στη νότια Ευρώπη είναι μικρότερος με κοντότερο τρίχωμα από ότι στη βόρειο Ευρώπη. Οι μορφολογικές διαφορές οφείλονται στον βιότοπο.
Σε γενική εμφάνιση μοιάζει με το κουνέλι, αλλά είναι μεγαλύτερο ζώο. Το σώμα του είναι επίμηκες με μήκος 50-60 εκατ. και ύψος 20-30 και βάρος 3-6 κιλά. Το θηλυκό είναι κατά κανόνα μεγαλύτερο από το αρσενικό. Το κεφάλι του είναι μεγάλο και ωοειδές και τα μάτια του βρίσκονται λοξά και εξέχουν προς τα πλάγια του κεφαλιού.
Τα αυτιά είναι μακριά και όρθια ,ευκίνητα και πιο μακριά από το κεφάλι, όταν τοποθετηθούν προς τα εμπρός και έχουν μαύρες άκρες. Το κάτω μέρος του σώματος λευκό ,ουρά κοντή μυτερή 7-10 εκατ. στο πάνω μέρος μαύρο και στο κάτω λευκό. Aντίθετα, με την επικρατούσα γνώμη, δεν μπορεί να ζευγαρώσει με το κουνέλι διότι είναι διαφορετικό είδος.
Η τροφή του περιλαμβάνει τρυφερά χόρτα ,χυμώδεις καρπούς ,δημητριακά και σε περιόδους που αυτά δεν υπάρχουν σε αφθονία μπορεί να τραφεί και με νεαρούς βλαστούς , φλοιούς θάμνων ,κάστανα ,βελανίδια. Το απαραίτητο νερό το παίρνει με τη τροφή ,πίνει νερό μόνο κατά την διάρκεια μεγάλης ξηρασίας και όταν θηλάζει τα νεογνά. Παρουσιάζει το φαινόμενο της κοπρανοφαγίας. Aνακυκλώνει τα κόπρανά του απορροφώντας τα θρεπτικά συστατικά που έχουν απομείνει από την πρώτη πέψη.
Τον συναντάμε σε ποικιλία βιοτόπων εκτός από πολύ μεγάλα υψόμετρα πάνω από 1500μ και τις πολύ ψυχρές και υγρές περιοχές. Άριστος βιότοπος αποτελούν οι αραιοί θαμνότοποι η τα αραιά δάση κοντά σε γεωργικές εκτάσεις ,περιοχές δηλαδή που μπορεί να βρει άφθονη τροφή και καλούς κρυψώνες.
Αναπαράγεται από τον Φεβρουάριο ως τον Αύγουστο αλλά η περίοδος αυτή μπορεί να αλλάξει λόγω καιρικών συνθηκών. Είναι είδος πολυγαμικό . Γεννά τέσσερις πέντε φορές τον χρόνο από 2-4 μικρά (περισσότερα στο μέσο της αναπαραγωγικής περιόδου και λιγότερα στην αρχή και στο τέλος. Τα νεογνά γεννιούνται κάθε 30 -35 μέρες η κύηση όμως διαρκεί 42-44 μέρες.
H θηλυκιά είναι έτοιμη να ζευγαρώσει ενώ είναι ακόμη έγκυος, γύρω στην 38η μέρα κύησης Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η μήτρα είναι δισχεδής με αποτέλεσμα να διακρατεί δύο γέννες ταυτόχρονα . Έτσι λοιπόν πριν τον τοκετό γονιμοποιείται ξανά, το φαινόμενο αυτό δεν παρατηρείται σε άλλο θηλαστικό και είναι γνωστό ως επικύηση . Ο θηλασμός διαρκεί 2-3 εβδομάδες και τα μικρά γίνονται ανεξάρτητα μετά από τριάντα μέρες και ωριμάζουν σεξουαλικά μετά από 7-8 μήνες . Η διάρκεια της ζωής του λαγού είναι 7-8 χρόνια.
Ο Λαγός είναι μοναχικό είδος ,ζει μόνιμα σε μια περιοχή ακτίνας 500μ και δύσκολα την εγκαταλείπει. Κολυμπά καλά όταν απαιτηθεί λόγω κινδύνου. Κινείται κυρίως τις πρωινές και απογευματινές ώρες, ενώ όταν είναι πανσέληνος καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας. Τη μέρα παραμένει κρυμμένος μέσα στη φωλιά του, λιάζεται ή κάνει αμμόλουτρα.
Κατά τις μετακινήσεις του χρησιμοποιεί τα ίδια μονοπάτια τα οποία σημαδεύει με εκκρίματα τα οποία προέρχονται από αδένες του προσώπου. Ο λαγός τρίβει τα πόδια του στο πρόσωπο του και έτσι τα εκκρίματα κολλούν στα πόδια του και μεταφέρονται με το βάδισμά του ( στα πέλματα των ποδιών του δεν υπάρχουν οσμοποιοί αδένες). Η σήμανση της περιοχής ενδημίας γίνεται και με οσμοποιούς αδένες που βρίσκονται στη βάση του πρωκτού.
Σχεδόν πάντα δεν κατευθύνεται αμέσως στη φωλιά του αλλά εκτελεί παραπλανητικές διαδρομές προκειμένου να ξεγελάσει τους εχθρούς του και τελικά κάνοντας μεγάλα άλματα δεξιά, αριστερά και ένα μεγαλύτερο άλμα 1-1,5 μ. κάθεται στη φωλιά του . Η συμπεριφορά αυτή μάλλον είναι έμφυτη αφού παρατηρείται και στα νεαρά άτομα.
Ο λαγός σπάνια εγκαταλείπει τον κρυψώνα του ακόμα και όταν ο κίνδυνος βρίσκεται σε απόσταση τριών μέτρων , κάνοντας πολλούς να πιστεύουν ότι κοιμάται με ανοιχτά μάτια. Μπορεί να αναπτύξει μεγάλες ταχύτητες αλλά η κατασκευή των ποδιών του δυσκολεύει την κίνηση του στις κατηφόρες ενώ στην ανηφορική κίνηση είναι πιο γρήγορος. Πολλές φορές όταν κινδυνεύει χτυπά το έδαφος με τα πόδια του ή τρίβει τα δόντια του, (συμπεριφορά που παρατηρείται και στα κουνέλια).
Έχει πολύ καλή ακοή και όσφρηση. Η πλάγια τοποθέτηση των ματιών έχει σαν αποτέλεσμα τον περιορισμό της όρασης προς τα εμπρός, στα πλάγια όμως έχει μια ευρείας γωνίας ορατότητα.
Ο αριθμός των εχθρών του είναι πολύ μεγάλος από όλα τα σαρκοφάγα, λύκος, αλεπού, αγριόγατα κ.λ.π μέχρι και τα αρπακτικά γεράκια, αετοί κ.λ.π
Ο πληθυσμός παρουσιάζει έντονες και ακανόνιστες αυξομειώσεις που μπορεί να οφείλονται σε παράγοντες όπως: η ποσότητα και ποιότητα της τροφής, οι κλιματικοί παράγοντες, ο μεγάλος αριθμός και ανταγωνισμός στην εξεύρεση τροφής.
Οι παραπάνω λόγοι έχουν σαν αποτέλεσμα την μείωση του ρυθμού της αναπαραγωγής και την ελάττωση της αντοχής τους σε ασθένειες.