Τρίτη 5 Μαΐου 2015

Ο τυφλοπόντικας στο χωράφι








Οι εχθροί των εχθρών μας μπορούν να θεωρούνται φίλοι μας. Έτσι, και ο ασπάλακας (τυφλοπόντικας)άδικα θεωρείται επιβλαβής στη γεωργία. Όπως η νυχτερίδα στον αέρα θηρεύει έντομα έτσι και ο τυφλοπόντικας κάτω από τη γη καταδιώκει τα σκουλήκια.
Ζει διαρκώς κάτω από τη γη και είναι κατασκευασμένος έτσι ώστε να ανοίγει σήραγγες. Το παχύ και ισχυρό σώμα του, το λεπτό τρίχωμα, η κοντή ουρά, το κωνικό ρύγχος, του οποίου οι πάρα πολύ ευαίσθητοι μυκτήρες που υποστηρίζονται εσωτερικά με ένα οστό απολήγουν σε χονδρό δίσκο, τα πλατιά και σε σχήμα φτυαριού πόδια του, τα πολύ μικρά μάτια του που περιβάλλονται και προστατεύονται από τρίχες και η έλλειψη κογχών στ’ αυτιά, όλα αυτά τον βοηθούν στη διαβίωσή του. Έχει 24 δόντια αιχμηρά, κυνόδοντες που μοιάζουν με μαχαίρι, σαγόνια όμοια με πριόνι, δηλαδή χαρακτηριστικά ολότελα διαφορετικά από φυτοφάγο ζώο.
Ωστόσο οι αγρότες και οι κηπουροί θεωρούν τον τυφλοπόντικα ζώο που τρώει τις ρίζες των φυτών ενώ από τα δόντια του αποδεικνύεται ότι μόνο να σκίζει μπορεί τις φυτικές ίνες και όχι να τις μασάει.
Ανοίγοντας το στομάχι του ζώου, βρίσκουμε εύκολα κομμάτια κόκκινων σκουληκιών ημίπεπτα, υποκίτρινα, τα οποία ανακαλύπτονται εύκολα σαν λείψανα του κεφαλιού και άλλων μερών του λευκού σκουληκιού, έλυτρα πόδια και άλλα κεράτινα μέρη από το κέλυφος κολεόπτερων θώρακες μυριάποδων και άλλων υπόγειων νυμφών, ολόκληρα έντομα. Ουδέποτε βρέθηκαν σ’ αυτό ίνες φυτού, κομμάτια φλοιού ή ξύλου ή κάποιο άλλο ίχνος φυτικής ουσίας. Ακόμα και με το μικροσκόπιο δύσκολα ανακαλύπτονται κάποια μικρά ίχνη φυτικών ουσιών που προέρχονται από το στομάχι των καταποθέντων ζώων. Οι παρατηρήσεις πάνω σε αιχμάλωτους τυφλοπόντικες είναι πειστικότατες.
Ο Φλουράνς, ισόβιος γραμματέας της Γαλλικής Ακαδημίας των επιστημών, πραγματοποίησε το ακόλουθο φυσιολογικό πείραμα:
έκλεισε σε πιθάρι δύο ζωντανούς τυφλοπόντικες και έδινε σ’ αυτούς τροφή ρίζες και ρέβες (γογγύλες) παραδεχόμενος ότι ήταν φυτοφάγοι. Την επόμενη βρήκε από τον έναν τυφλοπόντικα μόνο το δέρμα – το υπόλοιπο σώμα είχε καταφαγωθεί – οι ρίζες ήταν άθικτες και ο επιζών τυφλοπόντικας έδειχνε πεινασμένος. Τότε ο Φλουράνς έβαλε στο πιθάρι ένα σπουργίτι, απ’ το οποίο αφαίρεσε τα φτερά. Ο τυφλοπόντικας αφού τον μύρισε για λίγο έπεσε πάνω του στα τυφλά, του ξέσκισε την κοιλιά και κατέφαγε με λύσσα το μισό του σώμα. Τότε ο Φλουράνς έβαλε ποτήρι γεμάτο με νερό και είδε τον τυφλοπόντικα να σηκώνεται στο ποτήρι, να το συγκρατεί με τα μπροστινά του πόδια και να πίνει με μανία. Μετά, έφαγε λίγο ακόμη από το σπουργίτι και χόρτασε. Κατόπιν αφαιρέθηκαν από το πιθάρι το νερό και τα λείψανα του σπουργιτιού. Μετά από έξι ώρες ο τυφλοπόντικας πεινούσε, ήταν ανήσυχος και μύριζε συνεχώς γύρω του. Μόλις έβαλαν μέσα στο πιθάρι ζωντανό σπουργίτι αμέσως έπεσε επάνω του, άνοιξε την κοιλιά του κι έφαγε αμέσως τα έντερα. Αφού και πάλι έφαγε περίπου το μισό από το θύμα του και ήπιε νερό, φάνηκε να χορταίνει και ησύχασε. Τη επομένη έφαγε το υπόλοιπο κι όμως ακόμη πεινούσε. Ακολούθως έφαγε βάτραχο αρχίζοντας πάντα από τα έντερα. Την μεθεπόμενη ημέρα επειδή το ζώο πεινούσε του δόθηκε φρύνος (είδος βατράχου) αλλά αρνήθηκε να το φάει. Τότε του δώσανε καρότα, λάχανο και μαρούλια (θρίδακες). Την επόμενη ημέρα πέθανε από την πείνα αφήνοντάς τα άθικτα. Μετά από αυτό και τρεις άλλοι τυφλοπόντικες, στους οποίους έδωσαν ως μόνη τροφή ρίζες και φύλλα, πέθαναν. Πολλοί δε άλλοι τους οποίους διέτρεφαν με βατράχια, κρέας, σκουλήκια κ.τ.λ. έζησαν για πολύ καιρό.
Ο Άγγλος φυσιοδίφης Όκεν, μετά από τις έρευνες του Φλουράνς έγραψε τα εξής: για τρεις μήνες είχα τυφλοπόντικα μέσα σε κιβώτιο γεμάτο άμμο. Αυτός σκάβοντας την άμμο έτρεχε με ταχύτητα ανάλογη του ψαριού στο νερό, έχοντας το ρύγχος του προτεταμένο, ρίχνοντας με τα μπροστινά του πόδια την άμμο από κάτω και με τα πισινά την απωθούσε προς τα πίσω. Δινόταν σε αυτόν για τροφή μέσα σε πιάτο νερό και κρέας κομμένο, άλλο ωμό και άλλοτε ψημένο. Δεν έδειχνε μεγάλη λαιμαργία. Άφηνε άθικτο το ψωμί και τις φυτικές ουσίες. Η υγεία του ήταν εξαίρετη και εργαζόταν αδιάκοπα με την άμμο. Κατόρθωσα να βρω και δεύτερο τον οποίο τοποθέτησα μαζί με τον πρώτο. Μόλις είδε ο ένας τον άλλο, ρίχτηκαν ο ένας στον άλλον και δαγκώνοντας για κάποιο διάστημα. Ο νεότερος άρχισε να σκάβει, ο παλιός όμως άρχισε να τον αναζητεί ανιχνεύοντας την άμμο με μεγάλη ταχύτητα. Για να προφυλάξω τον δεύτερο τη νύχτα τοποθέτησα εμπόδιο από γυαλί. Την επομένη όμως τον βρήκα νεκρό. Αναμφίβολα είχε βγει από τη φυλακή του και δολοφονήθηκε από τον άλλο.
Έτσι γνωρίζουμε ότι ο τυφλοπόντικας είναι σαρκοφάγο ζώο, ότι μπορεί να βλάψει μόνο τα φυτά και ιδιαίτερα σε λειμώνες, με τις σήραγγες που κατασκευάζει, αλλά συγχρόνως είναι άσπονδος εχθρός όλων των σκουληκιών που καταστρέφουν τις ρίζες των φυτών. Ο τυφλοπόντικας είναι ακοινώνητο, δύστροπο και άγριο ζώο, μαχόμενο μέχρι θανάτου με όσα ζώα συναπαντηθεί και με τους ομοίους του. Θηρεύει έντομα σε όλη τη διάρκεια της ζωής του.
Η φωλιά στην οποία μένει είναι οικοδόμημα περίεργο κατασκευασμένο με τέχνη. Συνήθως βρίσκεται κάτω από κάποιο τοίχο ή κάτω από τη ρίζα δέντρου σε βάθος ενός μέτρου περίπου κάτω από το έδαφος. Στο μέσον υπάρχει δωμάτιο σε σχήμα φιάλης στρωμένο με βρύα και λεπτότατα χόρτα, τα οποία μαζεύει ο τυφλοπόντικας κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Το δωμάτιο αυτό έχει διάφορες εισόδους· μία είσοδος από κάτω τον οδηγεί στην κοινή σήραγγα· προς τα πάνω άλλες τρεις μικρές οδηγούν σε κάποιον κυκλικό δρόμο που βρίσκεται λίγο ψηλότερα από το δωμάτιο· από τον ανώτερο κύκλο 5 έως 6 σωλήνες οδηγούν σε δεύτερη κυκλικό δρόμο που βρίσκεται γύρω από το δωμάτιο· από αυτή δε τη μεγάλη κυκλική σήραγγα ξεκινούν ακτινοειδώς γύρω στους δώδεκα σωλήνες οι οποίοι επικοινωνούν με την κυρίως σήραγγα. Έτσι ο τυφλοπόντικας σε όλα τα μέρη του δωματίου έχει εξόδους από τις οποίες μπορεί να ξεφύγει όταν υπάρξει κίνδυνος.
Η έξοδος της μεγάλη σήραγγας είναι δρόμος πλατύς καλά κατασκευασμένος, εσωτερικά καλά στιλβωμένος και έχει μήκος 100 έως 150 βήματα σε οριζόντια διεύθυνση· από την άκρη της ξεκινά πραγματικό το πεδίο της θήρας του τυφλοπόντικα που αναγνωρίζεται από το σωρό του χώματος. Ο τυφλοπόντικας δεν θηρεύει γύρω από την κατοικία του. Σ’ αυτήν ξεκουράζεται όταν χορτάσει. Τρεις φορές τουλάχιστον καθημερινά αναζητά το κυνήγιο του, όταν δε γνωρίζει κάποιος τον σωλήνα της εξόδου, που δηλώνεται από το ωχρό χρώμα της χλόης, μπορεί εύκολα να παρατηρήσει την είσοδο και την έξοδο του τυφλοπόντικα και να διακρίνει με πόση ταχύτητα τρέχει. Γι’ αυτό μπορεί να μπήξει από πάνω πολύ λεπτά άχυρα με μικρές σημαίες, τα οποία κινούμενα δείχνουν το βήμα. Δυστυχισμένος όποιο ποντίκι ή μοσχοπόντικα αποπλανηθεί σ’ αυτή τη σήραγγα αλλά και στον ασθενέστερο τυφλοπόντικα που θα συναντήσει καθ' οδόν προς τη φωλιά του ο τυφλοπόντικας. Μετά από πεισματική μάχη αυτός θα τον φάει ακόμη και αν είναι παιδί του.
Στο τέλος της σήραγγας ξεκινά το πεδίο της θήρας, το οποίο συνίσταται από άτακτους δρόμους, που έχουν ανοιχτεί κατά το κυνήγι· γιατί ο τυφλοπόντικας ωθεί πριν από αυτόν το χώμα και το ρίχνει έξω σχηματίζοντας κατά διαστήματα σωρούς. Σε κάθε νέα θήρα ανοίγει και νέους δρόμους και παράγει νέους σωρούς, σπάνια δε διέρχεται δύο φορές από το ίδιο μέρος. Οι θηρεύοντες τους τυφλοπόντικες το ξέρουν καλά και γι’ αυτό βάζουν τις παγίδες σε σήραγγα της εξόδου, απ’ όπου περνάει τουλάχιστον έξι φορές καθημερινά, εκπλήττοντας τους αμύητους, που τους βλέπουν να στήνουν παγίδες σε μέρη όπου κανένας σωρός χώματος δεν φαίνεται.
Οι οικογενειακοί δεσμοί είναι μηδαμινοί για τον τυφλοπόντικα· ωστόσο είναι ιδιαίτερα ζηλότυπος. Την άνοιξη περιπλανιέται για να βρει θηλυκιά, την οποία αρπάζει με τη βία· αν δε φανεί αντίπαλος ο άρχων κλείνει τη θηλυκιά αμέσως σε μέρος, απ’ όπου δεν μπορεί εκείνη να διαφύγει και με θάρρος πηγαίνει κατά εκείνου που θέλει να διαταράξει την ειρήνη του· όταν συναντηθούν οι αντίπαλοι, μάχονται με λύσσα μέχρις ότου ο ένας να πεθάνει ή ο ασθενέστερος να φύγει. Ο δε νικητής ξέροντας αναμφίβολα την αλήθεια του ρητού ότι μόνο οι νεκροί δεν επανέρχονται στη ζωή, τρώει πρώτα τον χαμένο και μετά επανέρχεται στη σύζυγό του. Τότε κατασκευάζει μέρος πρόσφορο για ζεστή φωλιά και καλά στρωμένη για να ζήσουν. Ο δε συζυγικός έρως φαίνεται να είναι τόσο μεγάλος κατά το μήνα του μέλιτος, ώστε λένε ότι έχουν βρεις πεθαμένους αρσενικούς από λύπη, στο σημείο όπου έχουν συλλάβει τη θηλυκιά. Εν τούτοι, αυτοί οι μεγάλοι έρωτες δεν διαρκούν για πολύ· μόλις τα μικρά, που εγκαταλείπουν τη φωλιά μετά από δύο μήνες, γεννηθούν, ο πατέρας φαίνεται στεναχωρημένος με τις φωνές τους. Εγκαταλείπει αμέσως τον συζυγικό βίο για να ζήσει ελεύθερος μέχρι ο πανίσχυρος έρωτας να τον ρίξει πάλι στην αγκαλιά άλλης συζύγου.
Γνωρίζοντας πια τη ζωή και την τροφή του τυφλοπόντικα ας εξετάσουμε αν πραγματικά το ζώο αυτό είναι τόσο επιβλαβές όσο θεωρείται και αν δίκαια καταδιώκεται. Στους ανεγειρόμενους σωρούς στους λειμώνες εκριζώνονται κάποιες πόες και εκ νέου φυτεύονται στην ανασκαφείσα γη, καθιστώντας στερεούς τους σωρούς, προξενώντας έτσι δυσκολίες στο θερισμό.
Στους κήπους η εμφάνιση του τυφλοπόντικα δεν είναι ευχάριστη· πολλά νέα φυτά ανασκαπτόμενα μαραίνονται αν ο κηπουρός δεν ισιώσει το σωρό.
Άλλα όλα αυτά τα δυσάρεστα μπορούν να παραβλεφθούν σε σχέση με τις ζημιές που προξενεύονται από τα σκουλήκια και τα έντομα; Πολύ συχνά δεν βρισκόμαστε στην ανάγκη να κυνηγάμε αυτούς τους εχθρούς που καταστρέφουν τα φυτώρια και κόβουν τις ρίζες πάχους ενός δακτύλου; Μια απλή εξέταση αποδεικνύει ότι ο τυφλοπόντικας για να χορτάσει την πείνα του τρώει ποσότητα εντόμων ίση με το μισό του βάρους του, δηλαδή ποσότητα έξι φορές περισσότερη απ’ όσα θα καταστρέφαμε εμείς.
Οι Άγγλοι κηπουροί μεταχειρίζονται τους τυφλοπόντικες σαν φύλακες των κήπων τους.Τον αγοράζουν αντί ευτελέστατου ποσού, τον βάζουν σε τόπο γεμάτο σκουλήκια και δεν βαριούνται να παρακολουθούν κάθε μέρα τους σωρούς και να τους πατάνε. Όταν δε λείψουν οι εχθροί διώχνουν και τον τυφλοπόντικα.