Καφέ αρκούδα (Ursus arctos)
Για κάποιους πολιτισμούς η αρκούδα είναι σύμβολο αναγέννησης και παρθενογένεσης, γιατί κρύβεται στη φωλιά της στις αρχές του χειμώνα και εμφανίζεται πάλι την άνοιξη μαζί με τα μικρά της. Ζώο παρεξηγημένο, αφού παρά τις αντίθετες δοξασίες επιτίθεται μόνο αν βρεθεί σε θέση άμυνας, ζούσε κάποτε σε ολόκληρη τη γηραιά ήπειρο.
Σήμερα η κατάσταση των πληθυσμών και των βιοτόπων της είναι ιδιαίτερα κρίσιμη σε πανευρωπαϊκό επίπεδο: τους τελευταίους δύο αιώνες η καφέ αρκούδα έχασε το 60% της επικράτειάς της και το 50% του πληθυσμού της. Το πιο εντυπωσιακό θηλαστικό του δάσους απειλείται πλέον με εξαφάνιση. Στις οροσειρές της Πίνδου (Νομός Γρεβενών) και της Ροδόπης έχουν απομείνει περίπου 160 αρκούδες.
Βιολογία: Η καφέ αρκούδα (Ursus arctos) είναι το πιο μεγάλο χερσαίο θηλαστικό της Ευρώπης. Εχει μήκος από 1,70 έως 2 μέτρα και ζυγίζει από 60 έως 250 κιλά, ανάλογα με το φύλο και την εποχή του έτους.
Σε φυσιολογικές συνθήκες ζει περίπου 25 χρόνια. Παρά την εντύπωση που επικρατεί, η αρκούδα δεν επιτίθεται στον άνθρωπο, εκτός αν νιώσει ότι απειλείται η ίδια ή τα μικρά της. Η θηλυκή αρκούδα γεννά το χειμώνα, κάθε δύο ή τρία χρόνια, από ένα έως δύο και σπανιότερα τρία μικρά.
Τα νεογέννητα αρκουδάκια είναι τυφλά και γυμνά και ζυγίζουν μόλις 200 - 300 γραμμάρια. Εάν η μητέρα τους σκοτωθεί σ' αυτό το στάδιο της ζωής τους, πεθαίνουν σε διάστημα 15 - 20 λεπτών. Σε κάθε περίπτωση, οι πιθανότητες να επιβιώσουν τα μικρά αρκουδάκια τον πρώτο χρόνο της ζωής τους είναι μόλις 50%. Ζει σε ορεινά και ημιορεινά δάση, όπου διανύει μεγάλες αποστάσεις ψάχνοντας για τροφή.
Αν και είναι παμφάγο ζώο, δείχνει σαφή προτίμηση στις φυτικές τροφές και ιδιαίτερα στα άγρια φρούτα, τις ρίζες και τα μανιτάρια. Επίσης της αρέσει πολύ το μέλι. Το διαιτολόγιό της περιλαμβάνει ακόμη έντομα, αμφίβια και κτηνοτροφικά ζώα. Ο βηματισμός της είναι βαρύς και άχαρος, επειδή η αρκούδα περπατά στηριζόμενη σε ολόκληρο το πέλμα κινώντας ταυτόχρονα το μπροστινό και το πίσω πόδι κάθε πλευράς. Ευκίνητη παρά τον όγκο της, μπορεί να σκαρφαλώνει σε δέντρα, καθώς και να στέκεται στα πίσω πόδια της ανιχνεύοντας καλύτερα το χώρο γύρω και τρομάζοντας με το μέγεθός της κάθε υποψήφιο εχθρό.
Αντίθετα από ό,τι πιστεύεται, η καφέ αρκούδα γίνεται επικίνδυνη μόνο όταν νιώσει να απειλείται - ιδιαίτερα όταν θέλει να προστατέψει τα μικρά της. Σπανίως επιτίθεται σε μεγάλα ζώα, παρόλο που, αν χρειαστεί, έχει τεράστια δύναμη και μπορεί να τα σκοτώσει εύκολα.
Στις αρχές του χειμώνα αποτραβιέται σεπροφυλαγμένα μέρη, όπως σε κουφάλες δέντρων και σε σπηλιές. Εκεί πέφτει σε λήθαργο, μειώνοντας τις λειτουργίες του σώματός της για 4-5 μήνες. Κατά την περίοδο αυτή τρέφεται από το λίπος που είχε μαζέψει στους ιστούς της όσο ήταν δραστήρια. Είναι μοναχικό ζώο.
Το αρσενικό και το θηλυκό συναντώνται μόνο στα τέλη της άνοιξης με αρχές του καλοκαιριού για να ζευγαρώσουν. Μετά από κυοφορία 7-9 μηνών, το θηλυκό γεννά ένα ή δύο μικρά. Τα πρώτα δύο χρόνια της ζωής τους ακολουθούν παντού τη μητέρα τους, που τα φροντίζει με προσήλωση.
Απειλές: Οι ελληνικοί πληθυσμοί του είδους είναι οι σημαντικότεροι στις νότιες περιοχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης: υπολογίζεται ότι στη χώρα μας ζουν περίπου 160 καφέ αρκούδες. Δυστυχώς όμως και εδώ παρουσιάζουν μείωση. Έτσι, ενώ παλαιότερα η καφέ αρκούδα ζούσε σχεδόν σε όλη τηνηπειρωτική Ελλάδα, σήμερα απαντάται στους κύριους ορεινούς όγκους της βόρειας και κεντρικής Πίνδου και της δυτικής Ροδόπης. Αιτία είναι ο κατακερματισμός της γεωγραφικής ζώνης εξάπλωσης του ζώου και η μείωση των βιοτόπων του (εκτεταμένα δάση οξιάς, δρυός, μαυρόπευκου, ελάτου και ρομπόλου, σε υψόμετρο 800-2.000 μ.).
Η διάνοιξη δρόμων, η κατασκευή φραγμάτων και η δημιουργία τουριστικών εγκαταστάσεων αλλοιώνουν, υποβαθμίζουν και κατακερματίζουν τους βιότοπους της αρκούδας, προκαλώντας όχληση στο ζώο και περιορίζοντας τις κινήσεις του για αναπαραγωγή και ανεύρεση τροφής.
Η αρκούδα προστατεύεται ρητά από την ελληνική και κοινοτική νομοθεσία.
Ωστόσο το ισχύον νομικό πλαίσιο ελάχιστα εφαρμόζεται στην πράξη.
Ένα πολύ μικρό ποσοστό των βιότοπων της αρκούδας έχουν χαρακτηριστεί εθνικοί δρυμοί ή μνημεία της φύσης, κι αυτοί όμως υπάρχουν μόνο στα χαρτιά, χωρίς να παρέχουν προστασία στο απειλούμενο είδος. Επιπλέον, αν και το κυνήγι του ζώου απαγορεύεται από το 1969, κάθε χρόνο 15-20 αρκούδες σκοτώνονται από ασυνείδητους.
Η θανάτωση από πρόθεση αποτελεί την κύρια απειλή για την επιβίωση του ελληνικού πληθυσμού της αρκούδας.
Ευτυχώς, τουλάχιστον, τείνει να εκλείψει το βάρβαρο φαινόμενο της σύλληψης και αιχμαλωσίας του σπάνιου θηλαστικού από «αρκουδιάρηδες».
Για κάποιους πολιτισμούς η αρκούδα είναι σύμβολο αναγέννησης και παρθενογένεσης, γιατί κρύβεται στη φωλιά της στις αρχές του χειμώνα και εμφανίζεται πάλι την άνοιξη μαζί με τα μικρά της. Ζώο παρεξηγημένο, αφού παρά τις αντίθετες δοξασίες επιτίθεται μόνο αν βρεθεί σε θέση άμυνας, ζούσε κάποτε σε ολόκληρη τη γηραιά ήπειρο.
Σήμερα η κατάσταση των πληθυσμών και των βιοτόπων της είναι ιδιαίτερα κρίσιμη σε πανευρωπαϊκό επίπεδο: τους τελευταίους δύο αιώνες η καφέ αρκούδα έχασε το 60% της επικράτειάς της και το 50% του πληθυσμού της. Το πιο εντυπωσιακό θηλαστικό του δάσους απειλείται πλέον με εξαφάνιση. Στις οροσειρές της Πίνδου (Νομός Γρεβενών) και της Ροδόπης έχουν απομείνει περίπου 160 αρκούδες.
Βιολογία: Η καφέ αρκούδα (Ursus arctos) είναι το πιο μεγάλο χερσαίο θηλαστικό της Ευρώπης. Εχει μήκος από 1,70 έως 2 μέτρα και ζυγίζει από 60 έως 250 κιλά, ανάλογα με το φύλο και την εποχή του έτους.
Σε φυσιολογικές συνθήκες ζει περίπου 25 χρόνια. Παρά την εντύπωση που επικρατεί, η αρκούδα δεν επιτίθεται στον άνθρωπο, εκτός αν νιώσει ότι απειλείται η ίδια ή τα μικρά της. Η θηλυκή αρκούδα γεννά το χειμώνα, κάθε δύο ή τρία χρόνια, από ένα έως δύο και σπανιότερα τρία μικρά.
Τα νεογέννητα αρκουδάκια είναι τυφλά και γυμνά και ζυγίζουν μόλις 200 - 300 γραμμάρια. Εάν η μητέρα τους σκοτωθεί σ' αυτό το στάδιο της ζωής τους, πεθαίνουν σε διάστημα 15 - 20 λεπτών. Σε κάθε περίπτωση, οι πιθανότητες να επιβιώσουν τα μικρά αρκουδάκια τον πρώτο χρόνο της ζωής τους είναι μόλις 50%. Ζει σε ορεινά και ημιορεινά δάση, όπου διανύει μεγάλες αποστάσεις ψάχνοντας για τροφή.
Αν και είναι παμφάγο ζώο, δείχνει σαφή προτίμηση στις φυτικές τροφές και ιδιαίτερα στα άγρια φρούτα, τις ρίζες και τα μανιτάρια. Επίσης της αρέσει πολύ το μέλι. Το διαιτολόγιό της περιλαμβάνει ακόμη έντομα, αμφίβια και κτηνοτροφικά ζώα. Ο βηματισμός της είναι βαρύς και άχαρος, επειδή η αρκούδα περπατά στηριζόμενη σε ολόκληρο το πέλμα κινώντας ταυτόχρονα το μπροστινό και το πίσω πόδι κάθε πλευράς. Ευκίνητη παρά τον όγκο της, μπορεί να σκαρφαλώνει σε δέντρα, καθώς και να στέκεται στα πίσω πόδια της ανιχνεύοντας καλύτερα το χώρο γύρω και τρομάζοντας με το μέγεθός της κάθε υποψήφιο εχθρό.
Αντίθετα από ό,τι πιστεύεται, η καφέ αρκούδα γίνεται επικίνδυνη μόνο όταν νιώσει να απειλείται - ιδιαίτερα όταν θέλει να προστατέψει τα μικρά της. Σπανίως επιτίθεται σε μεγάλα ζώα, παρόλο που, αν χρειαστεί, έχει τεράστια δύναμη και μπορεί να τα σκοτώσει εύκολα.
Στις αρχές του χειμώνα αποτραβιέται σεπροφυλαγμένα μέρη, όπως σε κουφάλες δέντρων και σε σπηλιές. Εκεί πέφτει σε λήθαργο, μειώνοντας τις λειτουργίες του σώματός της για 4-5 μήνες. Κατά την περίοδο αυτή τρέφεται από το λίπος που είχε μαζέψει στους ιστούς της όσο ήταν δραστήρια. Είναι μοναχικό ζώο.
Το αρσενικό και το θηλυκό συναντώνται μόνο στα τέλη της άνοιξης με αρχές του καλοκαιριού για να ζευγαρώσουν. Μετά από κυοφορία 7-9 μηνών, το θηλυκό γεννά ένα ή δύο μικρά. Τα πρώτα δύο χρόνια της ζωής τους ακολουθούν παντού τη μητέρα τους, που τα φροντίζει με προσήλωση.
Απειλές: Οι ελληνικοί πληθυσμοί του είδους είναι οι σημαντικότεροι στις νότιες περιοχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης: υπολογίζεται ότι στη χώρα μας ζουν περίπου 160 καφέ αρκούδες. Δυστυχώς όμως και εδώ παρουσιάζουν μείωση. Έτσι, ενώ παλαιότερα η καφέ αρκούδα ζούσε σχεδόν σε όλη τηνηπειρωτική Ελλάδα, σήμερα απαντάται στους κύριους ορεινούς όγκους της βόρειας και κεντρικής Πίνδου και της δυτικής Ροδόπης. Αιτία είναι ο κατακερματισμός της γεωγραφικής ζώνης εξάπλωσης του ζώου και η μείωση των βιοτόπων του (εκτεταμένα δάση οξιάς, δρυός, μαυρόπευκου, ελάτου και ρομπόλου, σε υψόμετρο 800-2.000 μ.).
Η διάνοιξη δρόμων, η κατασκευή φραγμάτων και η δημιουργία τουριστικών εγκαταστάσεων αλλοιώνουν, υποβαθμίζουν και κατακερματίζουν τους βιότοπους της αρκούδας, προκαλώντας όχληση στο ζώο και περιορίζοντας τις κινήσεις του για αναπαραγωγή και ανεύρεση τροφής.
Η αρκούδα προστατεύεται ρητά από την ελληνική και κοινοτική νομοθεσία.
Ωστόσο το ισχύον νομικό πλαίσιο ελάχιστα εφαρμόζεται στην πράξη.
Ένα πολύ μικρό ποσοστό των βιότοπων της αρκούδας έχουν χαρακτηριστεί εθνικοί δρυμοί ή μνημεία της φύσης, κι αυτοί όμως υπάρχουν μόνο στα χαρτιά, χωρίς να παρέχουν προστασία στο απειλούμενο είδος. Επιπλέον, αν και το κυνήγι του ζώου απαγορεύεται από το 1969, κάθε χρόνο 15-20 αρκούδες σκοτώνονται από ασυνείδητους.
Η θανάτωση από πρόθεση αποτελεί την κύρια απειλή για την επιβίωση του ελληνικού πληθυσμού της αρκούδας.
Ευτυχώς, τουλάχιστον, τείνει να εκλείψει το βάρβαρο φαινόμενο της σύλληψης και αιχμαλωσίας του σπάνιου θηλαστικού από «αρκουδιάρηδες».